ἀλκί: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alki
|Transliteration C=alki
|Beta Code=a)lki/
|Beta Code=a)lki/
|Definition=[ῐ], metapl. poet. dat. of [[ἀλκή]], [[might]], [[strength]]: λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς <span class="bibl">Il.5.299</span>, cf. <span class="bibl">Od.6.130</span>, <span class="bibl">Thgn.949</span>; of Hector, <span class="bibl">Il.18.158</span>, cf. <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>39.34</span>, etc.
|Definition=[ῐ], metapl. ''poet.'' dat. of [[ἀλκή]], [[might]], [[strength]]: λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς Il.5.299, cf. Od.6.130, Thgn.949; of Hector, Il.18.158, cf. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 39.34, etc.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0100.png Seite 100]] dat. vom veralteten ἄλξ, s. [[ἀλκή]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0100.png Seite 100]] dat. vom veralteten ἄλξ, s. [[ἀλκή]].
}}
{{bailly
|btext=<i>dat. de</i> *ἄλξ;<br />force : ἀλκὶ πεποιθώς IL confiant dans sa force.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀλκή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλκί:''' dat. к *ἄλξ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλκί''': [ῐ], ποιητ. δοτικὴ τοῦ ἀλκὴ κατὰ μεταπλασμὸν = ἰσχύϊ, δυνάμει: ὁ Ὅμ. ἔχει τὸν τύπον ἐν τῇ φράσει ἀλκὶ πεποιθὼς ([[πεντάκις]]) ἐπὶ ἀγρίων θηρίων καὶ [[ἅπαξ]] ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Σ. 158, πρβλ Θέογν. 949.
|lstext='''ἀλκί''': [ῐ], ποιητ. δοτικὴ τοῦ ἀλκὴ κατὰ μεταπλασμὸν = ἰσχύϊ, δυνάμει: ὁ Ὅμ. ἔχει τὸν τύπον ἐν τῇ φράσει ἀλκὶ πεποιθὼς ([[πεντάκις]]) ἐπὶ ἀγρίων θηρίων καὶ [[ἅπαξ]] ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Σ. 158, πρβλ Θέογν. 949.
}}
{{bailly
|btext=<i>dat. de</i> *ἄλξ;<br />force : ἀλκὶ πεποιθώς IL confiant dans sa force.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀλκή]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλκί:''' [ῐ], ετερόκλ. δοτ. του [[ἀλκή]] (όπως αν προερχόταν από το <i>ἄλξ</i>), [[δύναμη]], [[ισχύς]], <i>ἀλκὶ πεποιθώς</i>, λέγεται για άγρια ζώα, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀλκί:''' [ῐ], ετερόκλ. δοτ. του [[ἀλκή]] (όπως αν προερχόταν από το <i>ἄλξ</i>), [[δύναμη]], [[ισχύς]], <i>ἀλκὶ πεποιθώς</i>, λέγεται για άγρια ζώα, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλκί:''' dat. к *ἄλξ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[heteroclit. of [[ἀλκή]] as if from ἄλξ]<br />[[might]], [[strength]], ἀλκὶ πεποιθώς, of [[wild]] beasts, Hom.
|mdlsjtxt=[heteroclit. of [[ἀλκή]] as if from ἄλξ]<br />[[might]], [[strength]], ἀλκὶ πεποιθώς, of [[wild]] beasts, Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλκί Medium diacritics: ἀλκί Low diacritics: αλκί Capitals: ΑΛΚΙ
Transliteration A: alkí Transliteration B: alki Transliteration C: alki Beta Code: a)lki/

English (LSJ)

[ῐ], metapl. poet. dat. of ἀλκή, might, strength: λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς Il.5.299, cf. Od.6.130, Thgn.949; of Hector, Il.18.158, cf. Nonn. D. 39.34, etc.

Spanish (DGE)

v. ἄλξ.

German (Pape)

[Seite 100] dat. vom veralteten ἄλξ, s. ἀλκή.

French (Bailly abrégé)

dat. de *ἄλξ;
force : ἀλκὶ πεποιθώς IL confiant dans sa force.
Étymologie: cf. ἀλκή.

Russian (Dvoretsky)

ἀλκί: dat. к *ἄλξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκί: [ῐ], ποιητ. δοτικὴ τοῦ ἀλκὴ κατὰ μεταπλασμὸν = ἰσχύϊ, δυνάμει: ὁ Ὅμ. ἔχει τὸν τύπον ἐν τῇ φράσει ἀλκὶ πεποιθὼς (πεντάκις) ἐπὶ ἀγρίων θηρίων καὶ ἅπαξ ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Σ. 158, πρβλ Θέογν. 949.

English (Autenrieth)

see ἀλκή.

Greek Monolingual

ἀλκί (Α)
ποιητικός τύπος δοτικής του αλκή κατά μεταπλασμό
«ἀλκὶ πεποιθώς», Ομ. Ε 299
έχοντας πεποίθηση στη δύναμή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τυπος ποιητικής δοτικής που συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα ἀλκ- (βλ. και ἄλαλκε).
ΠΑΡ. ἀλκή.

Greek Monotonic

ἀλκί: [ῐ], ετερόκλ. δοτ. του ἀλκή (όπως αν προερχόταν από το ἄλξ), δύναμη, ισχύς, ἀλκὶ πεποιθώς, λέγεται για άγρια ζώα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[heteroclit. of ἀλκή as if from ἄλξ]
might, strength, ἀλκὶ πεποιθώς, of wild beasts, Hom.