ἀνθοσμίας: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (1 revision imported) |
||
(5 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthosmias | |Transliteration C=anthosmias | ||
|Beta Code=a)nqosmi/as | |Beta Code=a)nqosmi/as | ||
|Definition= | |Definition=ἀνθοσμίου, ὁ, [[redolent of flowers]], almost always of [[wine]], [[οἶνος]] ἀνθοσμίας [[with a fine bouquet]], Hp.''Steril.''235, Ar.''Pl.''807, ''Ra.''1150, Pherecr. 108.30; also [[ἀνθοσμίας]] (''[[sc.]]'' [[οἶνος]]) X.''HG''6.2.6, Luc.''Sat.''22:—in Id.''Lex.''2 <b class="b3">ἀ. λειμῶνες</b>, as a pedantic phrase:—also [[ἀνθόσμιος]], ον, Sch.Ar.''Ra.''1150. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνθόσμιος, -ον Sch.Ar.<i>Ra</i>.1150<br />[[que huele a flores]] esp. del vino οἶνος | |dgtxt=-ου<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνθόσμιος, -ον Sch.Ar.<i>Ra</i>.1150<br />[[que huele a flores]] esp. del vino οἶνος ἀνθοσμίας Hp.<i>Steril</i>.235, Ar.<i>Ra</i>.1150, <i>Pl</i>.807, Pherecr.108.30, Longus 4.10<br /><b class="num">•</b>en gener. λειμῶνες Luc.<i>Lex</i>.2<br /><b class="num">•</b>subst. [[vino oloroso]] X.<i>HG</i> 6.2.6, Plu.2.663d, Luc.<i>Ep.Sat</i>.22, cf. [[ἀνθοσμίας]]· ὁ ἀνθέων ὀσμὴν ἔχων οἶνος <i>Et.Gen</i>.883. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] ὁ, Blumen duftend, λειμῶνες Luc.; gew. [[οἶνος]], Ar. Plut. 807 Ran. 1150; vgl. Phereer. Ath. VI, 268 e (V. 30); Alcman. ἄνθεος ὄσδων [[οἶνος]] Ath. I, 31 c, nicht bloß alter, lieblich duftender Wein, sondern auch künstlich bereiteter; vgl. Ath. I, 32 a; ohne [[οἶνος]], Xen. Hell. 6, 2, 6; Luc. Ep. Saturn. 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] ὁ, Blumen duftend, λειμῶνες Luc.; gew. [[οἶνος]], Ar. Plut. 807 Ran. 1150; vgl. Phereer. Ath. VI, 268 e (V. 30); Alcman. ἄνθεος ὄσδων [[οἶνος]] Ath. I, 31 c, nicht bloß alter, lieblich duftender Wein, sondern auch künstlich bereiteter; vgl. Ath. I, 32 a; ohne [[οἶνος]], Xen. Hell. 6, 2, 6; Luc. Ep. Saturn. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui exhale une odeur de fleurs ; [[ἀνθοσμίας]] [[οἶνος]] AR <i>ou abs.</i> [[ἀνθοσμίας]] XÉN vin au bouquet agréable.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθος]], [[ὀσμή]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθοσμίας:''' ου adj. m [[благоухающий цветами]], [[душистый]] (λειμῶνες Luc.; [[οἶνος]] Arph., Xen., Plut., Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθοσμίας''': -ου, ὁ, (ὀσμὴ) ὁ [[πλήρης]] εὐωδίας ἀνθέων, σχεδὸν [[πάντοτε]] ἐπὶ οἴνου· [[οἶνος]] [[ἀνθοσμίας]] Ἀριστ. Πλ. 807 ([[ἔνθα]] ἴδε ἑρμηνευτ.), Βάτρ. 1150· πλήρεις κύλικας οἴνου μέλανος ἀνθοσμίου Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 30· [[ὡσαύτως]] [[ἀνθοσμίας]] (ἐξυπακουομένου τοῦ [[οἶνος]]) Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Λουκ. Κρον. 22: - Ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2, ἀνθ. λειμῶνες [[εἶναι]] σχολαστικὴ [[φράσις]]. - Ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνθόσμιος, ον. | |lstext='''ἀνθοσμίας''': -ου, ὁ, (ὀσμὴ) ὁ [[πλήρης]] εὐωδίας ἀνθέων, σχεδὸν [[πάντοτε]] ἐπὶ οἴνου· [[οἶνος]] [[ἀνθοσμίας]] Ἀριστ. Πλ. 807 ([[ἔνθα]] ἴδε ἑρμηνευτ.), Βάτρ. 1150· πλήρεις κύλικας οἴνου μέλανος ἀνθοσμίου Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 30· [[ὡσαύτως]] [[ἀνθοσμίας]] (ἐξυπακουομένου τοῦ [[οἶνος]]) Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Λουκ. Κρον. 22: - Ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2, ἀνθ. λειμῶνες [[εἶναι]] σχολαστικὴ [[φράσις]]. - Ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνθόσμιος, ον. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνθοσμίας:''' -ου, ὁ ([[ἄνθος]], [[ὀσμή]]), [[αρωματικός]], [[εύοσμος]] από λουλούδια, λέγεται για το [[κρασί]], [[οἶνος]] ἀνθ., με ένα όμορφο «[[μπουκέτο]]», σε Αριστοφ.· ομοίως, [[ἀνθοσμίας]] μόνο του, σε Ξεν., Λουκ. | |lsmtext='''ἀνθοσμίας:''' -ου, ὁ ([[ἄνθος]], [[ὀσμή]]), [[αρωματικός]], [[εύοσμος]] από λουλούδια, λέγεται για το [[κρασί]], [[οἶνος]] ἀνθ., με ένα όμορφο «[[μπουκέτο]]», σε Αριστοφ.· ομοίως, [[ἀνθοσμίας]] μόνο του, σε Ξεν., Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἄνθος]], [[ὀσμή]]<br />[[redolent]] of flowers, of [[wine]], [[οἶνος]] ἀνθ. with a [[fine]] "bouquet", Ar.; so [[ἀνθοσμίας]] [[alone]], Xen., Luc. | |mdlsjtxt=[[ἄνθος]], [[ὀσμή]]<br />[[redolent]] of flowers, of [[wine]], [[οἶνος]] ἀνθ. with a [[fine]] "bouquet", Ar.; so [[ἀνθοσμίας]] [[alone]], Xen., Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:36, 5 October 2024
English (LSJ)
ἀνθοσμίου, ὁ, redolent of flowers, almost always of wine, οἶνος ἀνθοσμίας with a fine bouquet, Hp.Steril.235, Ar.Pl.807, Ra.1150, Pherecr. 108.30; also ἀνθοσμίας (sc. οἶνος) X.HG6.2.6, Luc.Sat.22:—in Id.Lex.2 ἀ. λειμῶνες, as a pedantic phrase:—also ἀνθόσμιος, ον, Sch.Ar.Ra.1150.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): ἀνθόσμιος, -ον Sch.Ar.Ra.1150
que huele a flores esp. del vino οἶνος ἀνθοσμίας Hp.Steril.235, Ar.Ra.1150, Pl.807, Pherecr.108.30, Longus 4.10
•en gener. λειμῶνες Luc.Lex.2
•subst. vino oloroso X.HG 6.2.6, Plu.2.663d, Luc.Ep.Sat.22, cf. ἀνθοσμίας· ὁ ἀνθέων ὀσμὴν ἔχων οἶνος Et.Gen.883.
German (Pape)
[Seite 233] ὁ, Blumen duftend, λειμῶνες Luc.; gew. οἶνος, Ar. Plut. 807 Ran. 1150; vgl. Phereer. Ath. VI, 268 e (V. 30); Alcman. ἄνθεος ὄσδων οἶνος Ath. I, 31 c, nicht bloß alter, lieblich duftender Wein, sondern auch künstlich bereiteter; vgl. Ath. I, 32 a; ohne οἶνος, Xen. Hell. 6, 2, 6; Luc. Ep. Saturn. 22.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui exhale une odeur de fleurs ; ἀνθοσμίας οἶνος AR ou abs. ἀνθοσμίας XÉN vin au bouquet agréable.
Étymologie: ἄνθος, ὀσμή.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοσμίας: ου adj. m благоухающий цветами, душистый (λειμῶνες Luc.; οἶνος Arph., Xen., Plut., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοσμίας: -ου, ὁ, (ὀσμὴ) ὁ πλήρης εὐωδίας ἀνθέων, σχεδὸν πάντοτε ἐπὶ οἴνου· οἶνος ἀνθοσμίας Ἀριστ. Πλ. 807 (ἔνθα ἴδε ἑρμηνευτ.), Βάτρ. 1150· πλήρεις κύλικας οἴνου μέλανος ἀνθοσμίου Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 30· ὡσαύτως ἀνθοσμίας (ἐξυπακουομένου τοῦ οἶνος) Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Λουκ. Κρον. 22: - Ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2, ἀνθ. λειμῶνες εἶναι σχολαστικὴ φράσις. - Ὁ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνθόσμιος, ον.
Greek Monolingual
ἀνθοσμίας, ο (Α)
1. αυτός που ευωδιάζει σαν λουλούδι
2. (για το κρασί) μοσχάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + οσμή].
Greek Monotonic
ἀνθοσμίας: -ου, ὁ (ἄνθος, ὀσμή), αρωματικός, εύοσμος από λουλούδια, λέγεται για το κρασί, οἶνος ἀνθ., με ένα όμορφο «μπουκέτο», σε Αριστοφ.· ομοίως, ἀνθοσμίας μόνο του, σε Ξεν., Λουκ.
Middle Liddell
ἄνθος, ὀσμή
redolent of flowers, of wine, οἶνος ἀνθ. with a fine "bouquet", Ar.; so ἀνθοσμίας alone, Xen., Luc.