ἀτροφία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0389.png Seite 389]] ἡ, 1) Mangel an Nqhrung, Hunger, Theophr. u. A. – 2) Auszehrung, Medic., Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0389.png Seite 389]] ἡ, 1) Mangel an Nqhrung, Hunger, Theophr. u. A. – 2) Auszehrung, Medic., Plut.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[manque de nourriture]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄτροφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτροφία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[отсутствие пищи]], [[голодание]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[увядание]], [[атрофия]] (τοῦ σώματος Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτροφία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] τροφῆς ἢ θρέψεως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 9, Πλούτ. 2. 949Α. 2) [[νόσος]], ἡ [[ἀτροφία]], Ἀριστ. Προβλ. 8. 9, 2, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 108.
|lstext='''ἀτροφία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] τροφῆς ἢ θρέψεως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 9, Πλούτ. 2. 949Α. 2) [[νόσος]], ἡ [[ἀτροφία]], Ἀριστ. Προβλ. 8. 9, 2, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 108.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτροφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀτροφία]]) [[άτροφος]]<br /><b>1.</b> [[στέρηση]] τροφής<br /><b>2.</b> (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) [[ανεπαρκής]] [[θρέψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ελάττωση]] του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος.
|mltxt=η (AM [[ἀτροφία]]) [[άτροφος]]<br /><b>1.</b> [[στέρηση]] τροφής<br /><b>2.</b> (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) [[ανεπαρκής]] [[θρέψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ελάττωση]] του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτροφία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[отсутствие пищи]], [[голодание]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[увядание]], [[атрофия]] (τοῦ σώματος Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτροφία Medium diacritics: ἀτροφία Low diacritics: ατροφία Capitals: ΑΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: atrophía Transliteration B: atrophia Transliteration C: atrofia Beta Code: a)trofi/a

English (LSJ)

ἡ,
A want of food or nourishment, of trees, Thphr. CP5.9.9; φθινούσης ἀ. φλογός Plu.2.949a.
2 atrophy, Arist. Pr.888a10, Antyll. ap. Orib.6.21.7.
3 starvation diet, καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.202.17.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 falta de alimento, desnutrición, ἀδυναμία δὲ διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀτροφίαν Arist.Pr.888a10, τροφὴ καὶ ἀτροφία Aret.SD 2.4.8, ἀμφὶ τροφῆς βρεφέων ἠδ' ἀτροφίης ἀλεγεινῆς Man.6.8
de árboles, Thphr.CP 5.9.9, cf. 2.6.3
en sent. fig. ἀ. μὲν ἡ ἄγνοια τῆς ψυχῆς Clem.Al.Strom.7.12.72
del fuego falta de combustible ἀ. φλογός Plu.2.949a
dieta de inanición καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.202.17.
2 medic. atropa, debilidad ἀ. τῶν κάτω μερῶν Antyll. en Orib.6.21.7, cf. Gal.6.869.

German (Pape)

[Seite 389] ἡ, 1) Mangel an Nqhrung, Hunger, Theophr. u. A. – 2) Auszehrung, Medic., Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de nourriture.
Étymologie: ἄτροφος.

Russian (Dvoretsky)

ἀτροφία:
1 отсутствие пищи, голодание Plut.;
2 увядание, атрофия (τοῦ σώματος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτροφία: ἡ, ἔλλειψις τροφῆς ἢ θρέψεως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 9, Πλούτ. 2. 949Α. 2) νόσος, ἡ ἀτροφία, Ἀριστ. Προβλ. 8. 9, 2, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 108.

Greek Monolingual

η (AM ἀτροφία) άτροφος
1. στέρηση τροφής
2. (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) ανεπαρκής θρέψη
νεοελλ.
η ελάττωση του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος.