ἁμῶς: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amos
|Transliteration C=amos
|Beta Code=a(mw=s
|Beta Code=a(mw=s
|Definition=or ἀμῶς, Adv. from obsol. [[ἁμός]] = [[τίς]], only in form ἁμωσγέπως [[in some way or other]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>429</span>, <span class="bibl">Lys.13.7</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>323c</span>, <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Fr.</span>607</span>, etc. (Cf. ἁμός B.)  
|Definition=or [[ἀμῶς]], Adv. from obsol. [[ἁμός]] = [[τίς]], only in form ἁμωσγέπως [[in some way or other]], Ar.''Th.''429, Lys.13.7, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 323c, Epicur. ''Fr.''607, etc. (cf. [[ἁμός]] B.)  
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀμῶς<br />adv. en comp. c. otras partículas [[de una forma o de otra]], [[de cualquier manera]] [[ἁμωσγέπως]] Ar.<i>Th</i>.429, Plu.2.73e, Hsch., [[ἁμῶς]] γέ πως Lys.13.7, Pl.<i>Phdr</i>.228c, <i>Prt</i>.323c, <i>Lg</i>.641e, Arist.<i>Metaph</i>.1022<sup>a</sup>2, ἀμῶς γέ πως Thphr.<i>Metaph</i>.4, A.D.<i>Adu</i>.156.2, ἀμωσγέπως <i>EM</i> 1228, Phot.p.91R., Sud., ἀμωσγέποι Phot.p.91R.<br /><b class="num">•</b>tb. sin partícula οὐδ' [[ἁμῶς]] de ningún modo</i> (v. [[οὐδαμῶς]]) Alcm.1.45.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀμῶς<br />adv. en comp. c. otras partículas [[de una forma o de otra]], [[de cualquier manera]] [[ἁμωσγέπως]] Ar.<i>Th</i>.429, Plu.2.73e, Hsch., [[ἁμῶς]] γέ πως Lys.13.7, Pl.<i>Phdr</i>.228c, <i>Prt</i>.323c, <i>Lg</i>.641e, Arist.<i>Metaph</i>.1022<sup>a</sup>2, ἀμῶς γέ πως Thphr.<i>Metaph</i>.4, A.D.<i>Adu</i>.156.2, ἀμωσγέπως <i>EM</i> 1228, Phot.p.91R., Sud., ἀμωσγέποι Phot.p.91R.<br /><b class="num">•</b>tb. sin partícula οὐδ' [[ἁμῶς]] de ningún modo</i> (v. [[οὐδαμῶς]]) Alcm.1.45.
}}
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[ἀμῶς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμῶς''': ἢ ἀμῶς, ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἀπηρχαιωμ. ἁμός = τίς, μόνον ἐν τῷ τύπῳ ἀμωσγέπως (διαφθαρὲν εἰς ἄλλως γέ πως Ἰακωψ. Παράρτ, εἰς τὰ τοῦ Πόρσωνος Adversaria 311 C, κατά τινα τρόπον, κατὰ τοῦτον ἢ κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, κἄπως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 429, Λυσίας 130. 22, Πλάτ. Πρωτ. 323C, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἁμός).
|lstext='''ἁμῶς''': ἢ ἀμῶς, ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἀπηρχαιωμ. ἁμός = τίς, μόνον ἐν τῷ τύπῳ ἀμωσγέπως (διαφθαρὲν εἰς ἄλλως γέ πως Ἰακωψ. Παράρτ, εἰς τὰ τοῦ Πόρσωνος Adversaria 311 C, κατά τινα τρόπον, κατὰ τοῦτον ἢ κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, κἄπως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 429, Λυσίας 130. 22, Πλάτ. Πρωτ. 323C, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἁμός).
}}
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[ἀμῶς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁμῶς:''' ή [[ἀμῶς]], επίρρ. από το απαρχ. [[ἁμός]] = τίς, μόνο στο σύνθ. [[ἀμωσγέπως]], με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἁμῶς:''' ή [[ἀμῶς]], επίρρ. από το απαρχ. [[ἁμός]] = τίς, μόνο στο σύνθ. [[ἀμωσγέπως]], με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμῶς Medium diacritics: ἁμῶς Low diacritics: αμώς Capitals: ΑΜΩΣ
Transliteration A: hamō̂s Transliteration B: hamōs Transliteration C: amos Beta Code: a(mw=s

English (LSJ)

or ἀμῶς, Adv. from obsol. ἁμός = τίς, only in form ἁμωσγέπως in some way or other, Ar.Th.429, Lys.13.7, Pl.Prt. 323c, Epicur. Fr.607, etc. (cf. ἁμός B.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀμῶς
adv. en comp. c. otras partículas de una forma o de otra, de cualquier manera ἁμωσγέπως Ar.Th.429, Plu.2.73e, Hsch., ἁμῶς γέ πως Lys.13.7, Pl.Phdr.228c, Prt.323c, Lg.641e, Arist.Metaph.1022a2, ἀμῶς γέ πως Thphr.Metaph.4, A.D.Adu.156.2, ἀμωσγέπως EM 1228, Phot.p.91R., Sud., ἀμωσγέποι Phot.p.91R.
tb. sin partícula οὐδ' ἁμῶς de ningún modo (v. οὐδαμῶς) Alcm.1.45.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἀμῶς.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμῶς: ἢ ἀμῶς, ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἀπηρχαιωμ. ἁμός = τίς, μόνον ἐν τῷ τύπῳ ἀμωσγέπως (διαφθαρὲν εἰς ἄλλως γέ πως Ἰακωψ. Παράρτ, εἰς τὰ τοῦ Πόρσωνος Adversaria 311 C, κατά τινα τρόπον, κατὰ τοῦτον ἢ κατ’ ἐκεῖνον τὸν τρόπον, κἄπως, Ἀριστοφ. Θεσμ. 429, Λυσίας 130. 22, Πλάτ. Πρωτ. 323C, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἁμός).

Greek Monotonic

ἁμῶς: ή ἀμῶς, επίρρ. από το απαρχ. ἁμός = τίς, μόνο στο σύνθ. ἀμωσγέπως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε Αριστοφ., Πλάτ.