ἐξαγώνιος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksagonios | |Transliteration C=eksagonios | ||
|Beta Code=e)cagw/nios | |Beta Code=e)cagw/nios | ||
|Definition= | |Definition=ἐξαγώνιον, ([[ἀγών]])<br><span class="bld">A</span> [[beside the mark]], [[irrelevant]], Aeschin. ap. ''AB'' 260; ἐ. καὶ πόρρω τοῦ σκοποῦ Luc.''Anach.''19; cf. [[ἀγών]] 1.2.<br><span class="bld">II</span> [[excluded from competition]], Ph.2.60; = [[ἔξω τοῦ ἀγῶνος ὤν]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] nicht zum Kampf, nicht zur Sache gehörig, Aesch. in B. A. 260; Luc. ἢν μὴ ἐξαγώνια μηδὲ [[πόῤῥω]] τοῦ σκοποῦ τὰ λεγόμενα ᾖ, gymn. 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0862.png Seite 862]] nicht zum Kampf, nicht zur Sache gehörig, Aesch. in B. A. 260; Luc. ἢν μὴ ἐξαγώνια μηδὲ [[πόῤῥω]] τοῦ σκοποῦ τὰ λεγόμενα ᾖ, gymn. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ne concerne pas la lutte <i>ou</i> le concours ; <i>en gén.</i> étranger au sujet.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀγών]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξᾰγώνιος:''' досл. стоящий вне борьбы, перен. посторонний (ἐ. καὶ [[πόρρω]] τοῦ σκοποῦ Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαγώνιος''': -ον, ἔξω τοῦ ἀγῶνος, ἔξω τοῦ προκειμένου, «Αἰσχίνης δὲ κέχρηται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν ἔξω τοῦ ἀγῶνος λεγομένων λόγων καὶ οὐ προσηκόντων εἰρῆσθαι» Α. Β. 260. 11· ἀλλὰ [[ταῦτα]] μὲν [[ἴσως]] ἐξαγώνια καὶ [[πόρρω]] τοῦ πράγματος Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 18, Ἀνάχαρσ. ἢ περὶ Γυμν. 19, πρβλ. τὴν λέξιν ἀγὼν Ι. 2. ΙΙ. ἀποκεκλεισμένος τοῦ ἀγῶνος, Φίλων 2. 60. | |lstext='''ἐξαγώνιος''': -ον, ἔξω τοῦ ἀγῶνος, ἔξω τοῦ προκειμένου, «Αἰσχίνης δὲ κέχρηται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν ἔξω τοῦ ἀγῶνος λεγομένων λόγων καὶ οὐ προσηκόντων εἰρῆσθαι» Α. Β. 260. 11· ἀλλὰ [[ταῦτα]] μὲν [[ἴσως]] ἐξαγώνια καὶ [[πόρρω]] τοῦ πράγματος Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 18, Ἀνάχαρσ. ἢ περὶ Γυμν. 19, πρβλ. τὴν λέξιν ἀγὼν Ι. 2. ΙΙ. ἀποκεκλεισμένος τοῦ ἀγῶνος, Φίλων 2. 60. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαγώνιος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[εκτός]] στόχου, [[άτοπος]], [[άσχετος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐξαγώνιος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[εκτός]] στόχου, [[άτοπος]], [[άσχετος]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐξ-αγώνιος, ον <i>adj</i><br />[[beside]] the [[mark]], [[irrelevant]], Luc. | |mdlsjtxt=ἐξ-αγώνιος, ον <i>adj</i><br />[[beside]] the [[mark]], [[irrelevant]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐξαγώνιον, (ἀγών)
A beside the mark, irrelevant, Aeschin. ap. AB 260; ἐ. καὶ πόρρω τοῦ σκοποῦ Luc.Anach.19; cf. ἀγών 1.2.
II excluded from competition, Ph.2.60; = ἔξω τοῦ ἀγῶνος ὤν, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 excluido de la competición ἀθληταί Ph.2.60
•fig. ὁ ἡμέτερος λόγος ἐ. μένων διὰ τὸ γῆρας Gr.Nyss.Infant.68.2, cf. Nil.M.79.800B.
2 ref. a argumentos y palabras que se sale de la cuestión, que está fuera de lugar, que no hace al caso λόγοι Aeschin.1.176, Luc.Abd.26, Athenag.Leg.36.3, μὴ ἐξαγώνια μηδὲ πόρρω τοῦ σκοποῦ τὰ λεγόμενα ᾖ Luc.Anach.19, cf. Aps.Rh.259 (cód.), λογισμοί Cyr.Al.M.68.456D
•subst., ret. τὸ ἐξαγώνιον lo que está fuera del tema central, la parte no principal del discurso, op. πραγματικόν Sch.D.22.1a, cf. Syrian.in Hermog.2.53.10
•de pers. ἵνα μὴ ἐξαγώνιοι γενώμεθα Hero Geom.1, cf. Ascl.in Metaph.41.35.
German (Pape)
[Seite 862] nicht zum Kampf, nicht zur Sache gehörig, Aesch. in B. A. 260; Luc. ἢν μὴ ἐξαγώνια μηδὲ πόῤῥω τοῦ σκοποῦ τὰ λεγόμενα ᾖ, gymn. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne concerne pas la lutte ou le concours ; en gén. étranger au sujet.
Étymologie: ἐξ, ἀγών.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰγώνιος: досл. стоящий вне борьбы, перен. посторонний (ἐ. καὶ πόρρω τοῦ σκοποῦ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαγώνιος: -ον, ἔξω τοῦ ἀγῶνος, ἔξω τοῦ προκειμένου, «Αἰσχίνης δὲ κέχρηται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν ἔξω τοῦ ἀγῶνος λεγομένων λόγων καὶ οὐ προσηκόντων εἰρῆσθαι» Α. Β. 260. 11· ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως ἐξαγώνια καὶ πόρρω τοῦ πράγματος Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 18, Ἀνάχαρσ. ἢ περὶ Γυμν. 19, πρβλ. τὴν λέξιν ἀγὼν Ι. 2. ΙΙ. ἀποκεκλεισμένος τοῦ ἀγῶνος, Φίλων 2. 60.
Greek Monolingual
ἐξαγώνιος, -ον (Α) αγών
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τον αγώνα («ἐξαγώνιος καὶ πόρρω τοῦ σκοποῦ», Λουκιαν.)
2. ο αποκλεισμένος από τον αγώνα.
Greek Monotonic
ἐξαγώνιος: -ον, αυτός που βρίσκεται εκτός στόχου, άτοπος, άσχετος, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἐξ-αγώνιος, ον adj
beside the mark, irrelevant, Luc.