ἄτερθε: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aterthe
|Transliteration C=aterthe
|Beta Code=a)/terqe
|Beta Code=a)/terqe
|Definition=[ᾰ], before a vowel ἀτέραμν-θεν, Aeol. ἄτερθα Hdn.Gr.2.192, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ἄτερ]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>9.78</span>, etc.: c.gen., ἄ. πτερύγων <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>783</span> (lyr.); <b class="b3">λατρῶν ἄ</b>. ib.<span class="bibl">1011</span>; ἄ. τοῦδε <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>645</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as adverb, [[aloof]], [[apart]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>5.96</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], before a vowel ἀτέραμν-θεν, Aeol. [[ἄτερθα]] Hdn.Gr.2.192,<br><span class="bld">A</span> = [[ἄτερ]], Pi.''O.''9.78, etc.: c.gen., ἄ. πτερύγων A.''Supp.''783 (lyr.); <b class="b3">λατρῶν ἄ.</b> ib.1011; ἄ. τοῦδε [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''645 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> as adverb, [[aloof]], [[apart]], Pi.''P.''5.96.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰτερθε, [[ἄτερθεν]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> prep. c. gen., [[apart]] [[from]] παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας [[ἄτερθε]] ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς (O. 9.78) ξένοι ἔφθινον [[ἄτερθεν]] τεκέων ἀλόχων τε (Pae. 8.77) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> adv., [[apart]], [[separately]] [[ἄτερθε]] δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ [[ἐντί]] ([[διακεχωρισμένος]] [[τῶν]] ἄλλων βασι- [[λέων]] ἐν τῇ Κυρήνῃ πρὸς τὰ τελευταῖα τῆς ἀγορᾶς κεῖται τεθνηκὼς ὁ [[Βάττος]]. Σ.) (P. 5.96) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> frag. ]ει [[τις]] [[ἄτερθεν]][ Πα. 13b. 13. ἄτερθ[εν P. Oxy. 2622, fr. 117 ad ?fr. 346.
|sltr=<b>ᾰτερθε, [[ἄτερθεν]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> prep. c. gen., [[apart]] [[from]] παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας [[ἄτερθε]] ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς (O. 9.78) ξένοι ἔφθινον [[ἄτερθεν]] τεκέων ἀλόχων τε (Pae. 8.77) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> adv., [[apart]], [[separately]] [[ἄτερθε]] δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ [[ἐντί]] ([[διακεχωρισμένος]] τῶν ἄλλων βασι- [[λέων]] ἐν τῇ Κυρήνῃ πρὸς τὰ τελευταῖα τῆς ἀγορᾶς κεῖται τεθνηκὼς ὁ [[Βάττος]]. Σ.) (P. 5.96) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> frag. ]ει [[τις]] [[ἄτερθεν]][ Πα. 13b. 13. ἄτερθ[εν P. Oxy. 2622, fr. 117 ad ?fr. 346.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτερθε Medium diacritics: ἄτερθε Low diacritics: άτερθε Capitals: ΑΤΕΡΘΕ
Transliteration A: áterthe Transliteration B: aterthe Transliteration C: aterthe Beta Code: a)/terqe

English (LSJ)

[ᾰ], before a vowel ἀτέραμν-θεν, Aeol. ἄτερθα Hdn.Gr.2.192,
A = ἄτερ, Pi.O.9.78, etc.: c.gen., ἄ. πτερύγων A.Supp.783 (lyr.); λατρῶν ἄ. ib.1011; ἄ. τοῦδε S.Aj.645 (lyr.).
II as adverb, aloof, apart, Pi.P.5.96.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): eol. -α Hdn.Gr.2.192; ἄτερθεν ante vocal (tb. ante consonante Pi.Fr.52i.77); ἄτερθε ante consonante (tb. ante vocal B.17.12)
• Prosodia: [ᾰ]
I adv. lejos, aparte ἄτερθε δὲ ... βασιλέες ἱεροὶ ἐντί Pi.P.5.96, cf. Fr.346c.2, A.Fr.451s.10.1, σηπεδόνες δέ οἱ ἀμφὶς ἐπίδρομοι, αἱ μὲν ἄ. ..., αἱ δὲ ... Nic.Th.242.
II prep. de gen.
1 lejos de ἄτερθε ... δαμασιμβρότου αἰχμᾶς Pi.O.9.78, ἔφθινον ἄ. τεκέων ἀλόχων τε Pi.Fr.52i.77, παρθενικᾶς ἄτερθ' ἐράτυεν B.l.c., cf. S.Fr.730b.13, οἰκεῖν λάτρων ἄ. A.Supp.1011, Sch.D.T.100.9.
2 c. gen. de pers. fuera de, excepto οὔπω τις ... Αἰακιδᾶν ἄτερθε τοῦδε ninguno de los Eácidas excepto éste S.Ai.645.
3 sin πτερύγων A.Supp.782, ἄ. ταύτας (δικαιότας) Theag.p.191.

German (Pape)

[Seite 385] vor Vokalen ἄτερθεν, = ἄτερ, poet., τινός Pind. Ol. 9, 84; Tragg., z. B. Aesch. Suppl. 764 Soph. Ai. 630; Sp.

French (Bailly abrégé)

dev. une voy. ἄτερθεν;
prép. avec le gén. : à part de, à l'exclusion de ; sans.
Étymologie: ἄτερ, -θε.

English (Slater)

ᾰτερθε, ἄτερθεν
   a prep. c. gen., apart from παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι δαμασιμβρότου αἰχμᾶς (O. 9.78) ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε (Pae. 8.77)
   b adv., apart, separately ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί (διακεχωρισμένος τῶν ἄλλων βασι- λέων ἐν τῇ Κυρήνῃ πρὸς τὰ τελευταῖα τῆς ἀγορᾶς κεῖται τεθνηκὼς ὁ Βάττος. Σ.) (P. 5.96)
   c frag. ]ει τις ἄτερθεν[ Πα. 13b. 13. ἄτερθ[εν P. Oxy. 2622, fr. 117 ad ?fr. 346.

Greek Monolingual

ἄτερθε(ν) (Α) άτερ
1. πρόθ. άτερ
2. (ως επίρρ.) μακριά, χωριστά.

Greek Monotonic

ἄτερθε: πριν από φωνήεν -θεν, = ἄτερ, σε Τραγ.· με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτερθε: (ν) Pind., Trag. = ἄτερ.