βουχανδής: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vouchandis
|Transliteration C=vouchandis
|Beta Code=bouxandh/s
|Beta Code=bouxandh/s
|Definition=ές, (χανδάνω) [[holding an ox]], [[λέβης]] ib.<span class="bibl">153</span> (Anyte); expld. by [[πολυχώρητος]], Hsch. χῑλος, ον, [[rich in fodder]], λειμών <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>540</span> (lyr.); Ἀρκαδίη <span class="title">AP</span>6.108 (Myrin.).
|Definition=βουχανδές, ([[χανδάνω]]) [[holding an ox]], [[λέβης]] ib.153 (Anyte); expld. by [[πολυχώρητος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] χῑλος, ον, [[rich in fodder]], λειμών A.''Supp.''540 (lyr.); Ἀρκαδίη ''AP''6.108 (Myrin.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 19: Line 19:
|btext=ής, ές :<br />d'une vaste capacité (qui peut contenir un bœuf entier LSJ).<br />'''Étymologie:''' βου- <i>ou</i> [[βοῦς]], [[χανδάνω]].
|btext=ής, ές :<br />d'une vaste capacité (qui peut contenir un bœuf entier LSJ).<br />'''Étymologie:''' βου- <i>ou</i> [[βοῦς]], [[χανδάνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βουχανδής''': -ές, ([[χανδάνω]]) δυνάμενος νὰ χωρήσῃ ἕνα βοῦν, [[λέβης]] Ἀνθ. ΙΙ. 6. 153.
|elnltext=[[βουχανδής]] -ές [[βοῦς]], [[χανδάνω]] [[dat een rund kan bevatten reuzegroot]].
}}
{{elru
|elrutext='''βουχανδής:''' [[чрезвычайно объемистый]], [[громадный]] ([[λέβης]] Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''βουχανδής:''' -ές ([[χανδάνω]]), αυτός που μπορεί να χωρέσει ένα [[ολόκληρο]] [[βόδι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''βουχανδής:''' -ές ([[χανδάνω]]), αυτός που μπορεί να χωρέσει ένα [[ολόκληρο]] [[βόδι]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βουχανδής:''' [[чрезвычайно объемистый]], [[громадный]] ([[λέβης]] Anth.).
|lstext='''βουχανδής''': -ές, ([[χανδάνω]]) δυνάμενος νὰ χωρήσῃ ἕνα βοῦν, [[λέβης]] Ἀνθ. ΙΙ. 6. 153.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βουχανδής]] -ές [[βοῦς]], [[χανδάνω]] dat een rund kan bevatten reuzegroot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χανδάνω]]<br />holding a [[whole]] ox, Anth.
|mdlsjtxt=[[χανδάνω]]<br />holding a [[whole]] ox, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουχανδής Medium diacritics: βουχανδής Low diacritics: βουχανδής Capitals: ΒΟΥΧΑΝΔΗΣ
Transliteration A: bouchandḗs Transliteration B: bouchandēs Transliteration C: vouchandis Beta Code: bouxandh/s

English (LSJ)

βουχανδές, (χανδάνω) holding an ox, λέβης ib.153 (Anyte); expld. by πολυχώρητος, Hsch. χῑλος, ον, rich in fodder, λειμών A.Supp.540 (lyr.); Ἀρκαδίη AP6.108 (Myrin.).

Spanish (DGE)

-ές
capaz para un buey, de gran capacidad λέβης AP 6.153 (Anyt.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 460] ές, einen Ochsen, viel fassend, λέβης Anyt. 2 (VI, 153).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'une vaste capacité (qui peut contenir un bœuf entier LSJ).
Étymologie: βου- ou βοῦς, χανδάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουχανδής -ές βοῦς, χανδάνω dat een rund kan bevatten reuzegroot.

Russian (Dvoretsky)

βουχανδής: чрезвычайно объемистый, громадный (λέβης Anth.).

Greek Monolingual

βουχανδής, -ές (Α)
(για λέβητα) αυτός που χωράει ένα ολόκληρο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -χανδής < χανδάνω «χωράω, περιλαμβάνω»].

Greek Monotonic

βουχανδής: -ές (χανδάνω), αυτός που μπορεί να χωρέσει ένα ολόκληρο βόδι, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

βουχανδής: -ές, (χανδάνω) δυνάμενος νὰ χωρήσῃ ἕνα βοῦν, λέβης Ἀνθ. ΙΙ. 6. 153.

Middle Liddell

χανδάνω
holding a whole ox, Anth.