αἰτιατέον: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aitiateon | |Transliteration C=aitiateon | ||
|Beta Code=ai)tiate/on | |Beta Code=ai)tiate/on | ||
|Definition=verb. Adj. < | |Definition=verb. Adj.<br><span class="bld">A</span> [[one must accuse]], [[blame]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 7.1.11, Str.1.2.30.<br><span class="bld">II</span> [[one must allege as the cause]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 3790, ''Ti.''57c, 87b, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''339a32. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
verb. Adj.
A one must accuse, blame, X.Cyr. 7.1.11, Str.1.2.30.
II one must allege as the cause, Pl.R. 3790, Ti.57c, 87b, Arist.Mete.339a32.
Spanish (DGE)
1 hay que echar la culpa, hay que achacar θεούς X.Cyr.7.1.11, ἐκείνους Str.1.2.30.
2 hay que considerar como causa o causante τῶν ἀγαθῶν Pl.R.379c, cf. Ti.57c, 87b, Arist.Mete.339a32.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de αἰτιάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιᾱτέον: ῥηματ. ἐπίθετον, πρέπει τις νὰ αἰτιᾶται, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 11. ΙΙ πρέπει τις νὰ ἐπάγηται ὡς αἰτίαν, Πλάτ. Πολ. 379C, Τίμ. 57C, 87B.
Greek Monolingual
αἰτιατέον (Α) αἰτιῶμαι
1. πρέπει κανείς να κατηγορεί
2. πρέπει κανείς να προβάλλει, να θεωρεί κάποιον ως αίτιο, ως υπεύθυνο.
Greek Monotonic
αἰτιᾱτέον: ρημ. επίθ. του αἰτιάομαι,
I. αυτό που πρέπει καποιος να κατηγορεί, σε Ξεν.
II. αυτό που πρέπει κάποιος να τεκμαίρεται ως αιτία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
verb. adj. of αἰτιάομαι
I. one must accuse, Xen.
II. one must allege as the cause, Plat.