αὐτόποιος: Difference between revisions
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui s'est produit de soi-même, né spontanément.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ποιέω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui s'est produit de soi-même]], [[né spontanément]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ποιέω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>von [[selbst]] [[geworden]], nicht von Menschenhänden [[gepflanzt]]</i>, Soph. <i>O.C</i>. 703, wo auch [[αὐτοποιός]] [[akzentuiert]] wird, von den [[heiligen]] Ölbäumen in [[Athen]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτόποιος:''' [[выросший без ухода]], [[дикорастущий]] ([[φύτευμα]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 7: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτόποιος:''' -ον ([[ποιέω]]), αυτός που παράγεται από [[μόνος]] του, όπως το αθηναϊκό [[λάδι]], σε Σοφ. | |lsmtext='''αὐτόποιος:''' -ον ([[ποιέω]]), αυτός που παράγεται από [[μόνος]] του, όπως το αθηναϊκό [[λάδι]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ποιέω]]<br />[[self]]-produced, as the Athenian [[olive]], Soph. | |mdlsjtxt=[[ποιέω]]<br />[[self]]-produced, as the Athenian [[olive]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:55, 8 January 2023
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'est produit de soi-même, né spontanément.
Étymologie: αὐτός, ποιέω.
German (Pape)
von selbst geworden, nicht von Menschenhänden gepflanzt, Soph. O.C. 703, wo auch αὐτοποιός akzentuiert wird, von den heiligen Ölbäumen in Athen.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόποιος: выросший без ухода, дикорастущий (φύτευμα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόποιος: -ον, ὁ ἑαυτὸν ποιῶν, ὁ ἑαυτὸν παράγων, αὐτοφυής, περὶ ἐλαίας, ἀλλὰ κυρίως περὶ τῆς ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν ἱερᾶς ἐλαίας, ἥτις τὴν δευτέραν ἡμέραν ἀπὸ τῆς ἐμπρήσεως ταύτης ὑπὸ τῶν Περσῶν ἐξέφυσε βλαστὸν πηχυαῖον, φύτευμ’ ἀχείρωτον αὐτόποιον Σοφ. Ο. Κ. 698. Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ὁ Chandler (§ 457) φρονεῖ ὅτι δὲν ἔχει ὑγιῶς, διότι πᾶσαι αἱ λέξεις αἱ εἰς -ποιος λήγουσαι καὶ οὖσαι σύνθετοι ἐκ τοῦ ῥήματος ποιῶ ὀξύνονται, διὸ καὶ ὁ Jebb εὖ ποιῶν ἐτόνισε τὴν τελευταίαν συλλαβὴν γράψας αὐτοποιόν. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
Greek Monotonic
αὐτόποιος: -ον (ποιέω), αυτός που παράγεται από μόνος του, όπως το αθηναϊκό λάδι, σε Σοφ.