διαπάσσω: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diapasso
|Transliteration C=diapasso
|Beta Code=diapa/ssw
|Beta Code=diapa/ssw
|Definition=Att. [[διαπάττω]], [[sprinkle]], διαπάσας τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας <span class="bibl">Hdt.6.125</span>; σμύρνῃ δ. τὴν ὁδόν <span class="bibl">Eub.128</span>; δασύποδας ἁλσὶ δ. <span class="bibl">Alc.Com. 17</span>; μέλανι διαπεπασμένον χρῶμα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>526a12</span>; <b class="b3">πυρρὰ διαπεπασμένα</b> [[with]] [[red]] [[spot]]s, ib.<span class="bibl">527b30</span>.
|Definition=Att. [[διαπάττω]], [[sprinkle]], διαπάσας τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας [[Herodotus|Hdt.]]6.125; σμύρνῃ δ. τὴν ὁδόν Eub.128; δασύποδας ἁλσὶ δ. Alc.Com. 17; μέλανι διαπεπασμένον χρῶμα [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''526a12; <b class="b3">πυρρὰ διαπεπασμένα</b> [[with]] [[red]] [[spot]]s, ib.527b30.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαπάσω, <i>etc.</i><br />répandre (de la cendre, de la poudre, du sel, <i>etc.</i>) sur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πάσσω]].
|btext=<i>f.</i> διαπάσω, <i>etc.</i><br />répandre (de la cendre, de la poudre, du sel, <i>etc.</i>) sur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαπάσσω:''' атт. [[διαπάττω]] пересыпать, густо насыпать (τοῦ ψήγματος ἔς τι Her.): μέλανι διαπεπασμένος Arst. в черных крапинках.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -[[πάσω]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>-έπᾰσα</i>· [[ραντίζω]], [[καταβρέχω]], [[πασπαλίζω]], [[σκορπίζω]], δ. τοῦ ψήγματος ἐς [[τὰς]] [[τρίχας]], πασπάλισε λίγη [[σκόνη]] πάνω στα μαλλιά, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διαπάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -[[πάσω]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>-έπᾰσα</i>· [[ραντίζω]], [[καταβρέχω]], [[πασπαλίζω]], [[σκορπίζω]], δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς [[τρίχας]], πασπάλισε λίγη [[σκόνη]] πάνω στα μαλλιά, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπάσσω:''' атт. [[διαπάττω]] пересыпать, густо насыпать (τοῦ ψήγματος ἔς τι Her.): μέλανι διαπεπασμένος Arst. в черных крапинках.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. -[[πάσω]] aor1 -έπᾰσα<br />to [[sprinkle]], δ. τοῦ ψήγήατος ἐς τὰς τρίχας to [[sprinkle]] [[some]] [[dust]] on the [[hair]], Hdt.
|mdlsjtxt=Attic -ττω fut. -[[πάσω]] aor1 -έπᾰσα<br />to [[sprinkle]], δ. τοῦ ψήγήατος ἐς τὰς τρίχας to [[sprinkle]] [[some]] [[dust]] on the [[hair]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 21:48, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπάσσω Medium diacritics: διαπάσσω Low diacritics: διαπάσσω Capitals: ΔΙΑΠΑΣΣΩ
Transliteration A: diapássō Transliteration B: diapassō Transliteration C: diapasso Beta Code: diapa/ssw

English (LSJ)

Att. διαπάττω, sprinkle, διαπάσας τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Hdt.6.125; σμύρνῃ δ. τὴν ὁδόν Eub.128; δασύποδας ἁλσὶ δ. Alc.Com. 17; μέλανι διαπεπασμένον χρῶμα Arist.HA526a12; πυρρὰ διαπεπασμένα with red spots, ib.527b30.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [aor. inf. διαπάσαι Hp.Morb.2.18]
I espolvorear, esparcir c. gen. y ἐς c. ac.: ἐς τὰς τρίχας διαπάσας τοῦ ψήγματος Hdt.6.125, c. dat. ἁλσὶ λεπτοῖσι διαπάσαι Hp.l.c.
c. ac. y dat. (τοὺς δασύποδας) ἁλσὶ διαπάττειν Alc.Com.17, σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόν Eub.125, (τὸν σῖτον) τῇ γῇ τῇ Χαλκιδικῇ IG 12.Suppl.644.17 (Cálcide II a.C.).
II en v. med.-pas.
1 ser moteado de moluscos χρῶμα μέλανι διαπεπασμένον Arist.HA 526a12, καὶ ἄλλα πυρρὰ διαπεπασμένα y otras partes moteadas de rojo de los cangrejos, Arist.HA 527b30.
2 ser reducido a polvo, desmenuzado ἡ διαπαττομένη γῆ ... ξηραίνει Thphr.CP 5.18.3, cf. HP 8.11.7.

German (Pape)

[Seite 594] (s. πάσσω), dazwischen-, bestreuen; ἐς τὰς τρίχας τοῦ ψήγματος Her. 6, 125; τοὺς δασύποδας ἁλσί Alc. com. Ath. VIII, 399 f; διαπεπασμένος μέλανι, mit schwarzen Flecken, Arist. H. A. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

f. διαπάσω, etc.
répandre (de la cendre, de la poudre, du sel, etc.) sur.
Étymologie: διά, πάσσω.

Russian (Dvoretsky)

διαπάσσω: атт. διαπάττω пересыпать, густо насыпать (τοῦ ψήγματος ἔς τι Her.): μέλανι διαπεπασμένος Arst. в черных крапинках.

Greek (Liddell-Scott)

διαπάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -πάσω· ἀόρ. διέπᾰσα· - ῥαντίζω, δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Ἡρόδ. 6. 125· σμύρνῃ δ. τὴν ὁδὸν Εὔβουλ. Ἀδήλ. 15b· δασύποδας ἁλσὶ δ. Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλ. 1· μέλανι διαπεπασμένος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 2, 11· πυρρὰ διαπεπασμένα, ἔχοντα ἐρυθρὰ στίγματα, αὐτόθι 4. 3, 7.

Greek Monolingual

διαπάσσω και διαπάττω (Α) πάσσω
1. ραντίζω, πασπαλίζω
2. αλατίζω, καρυκεύω
3. παθ. είμαι διάστικτος, φέρω στίγματα.

Greek Monotonic

διαπάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πάσω [ᾰ], αόρ. αʹ -έπᾰσα· ραντίζω, καταβρέχω, πασπαλίζω, σκορπίζω, δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας, πασπάλισε λίγη σκόνη πάνω στα μαλλιά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. -πάσω aor1 -έπᾰσα
to sprinkle, δ. τοῦ ψήγήατος ἐς τὰς τρίχας to sprinkle some dust on the hair, Hdt.