εὐνώμας: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evnomas | |Transliteration C=evnomas | ||
|Beta Code=eu)nw/mas | |Beta Code=eu)nw/mas | ||
|Definition=α, ὁ | |Definition=α, ὁ, ([[νωμάω]]) = [[εὐκίνητος]], [[mobile]], <b class="b3">αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ</b> by the [[ceaseless]] march of time, [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''604 (lyr., s.v.l., cf. [[εὐνάω]] 1.2). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui se meut régulièrement, bien réglé, bien distribué, régulier <i>en parl. du temps</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[νωμάω]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui se meut régulièrement, bien réglé, bien distribué, régulier <i>en parl. du temps</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[νωμάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐνώμας:''' ου adj. равномерно движущийся, неудержимо текущий ([[χρόνος]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐνώμας:''' -ου, ὁ ([[νωμάω]]), αυτός που κινείται [[καλά]], [[ευκίνητος]] ή αυτός που κινείται [[σταθερά]], <i>εὐνώμᾳ χρόνῳ</i>, μέσω της σταθερής πορείας του χρόνου, σε Σοφ. | |lsmtext='''εὐνώμας:''' -ου, ὁ ([[νωμάω]]), αυτός που κινείται [[καλά]], [[ευκίνητος]] ή αυτός που κινείται [[σταθερά]], <i>εὐνώμᾳ χρόνῳ</i>, μέσω της σταθερής πορείας του χρόνου, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-νώμας, ου, [[νωμάω]]<br />[[moving]] well or [[regularly]], εὐνώμᾳ χρόνῳ by the [[steady]] [[march]] of [[time]], Soph. | |mdlsjtxt=εὐ-νώμας, ου, [[νωμάω]]<br />[[moving]] well or [[regularly]], εὐνώμᾳ χρόνῳ by the [[steady]] [[march]] of [[time]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 17 March 2024
English (LSJ)
α, ὁ, (νωμάω) = εὐκίνητος, mobile, αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ by the ceaseless march of time, S.Aj.604 (lyr., s.v.l., cf. εὐνάω 1.2).
German (Pape)
[Seite 1084] ὁ, s. εὐνόμας.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui se meut régulièrement, bien réglé, bien distribué, régulier en parl. du temps.
Étymologie: εὖ, νωμάω.
Russian (Dvoretsky)
εὐνώμας: ου adj. равномерно движущийся, неудержимо текущий (χρόνος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐνώμας: -ου, ὁ, (νωμάω) = εὐκίνητος, αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ Σοφ. Αἴ. 604 (ἔνθα τὰ κρείττω τῶν Ἀντιγράφων ἐναντίον τοῦ μέτρου ἔχουσιν εὐνόμα)· ἀλλ’ ὁ Bgk. διορθοῖ εὐνῶμαι, Παθ. τοῦ εὐνάω, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ, καὶ πρβλ. Ο. Κ. 1571.
Greek Monolingual
εὐνώμας, ὁ (Α)
ευκίνητος, διαρκώς κινούμενος, αέναος («αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ τρυχόμενος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νωμώ «κινώ, διευθετώ» (μεταρρηματικός τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα νωμ- του θ. νεμ- του ρ. νέμω)].
Greek Monotonic
εὐνώμας: -ου, ὁ (νωμάω), αυτός που κινείται καλά, ευκίνητος ή αυτός που κινείται σταθερά, εὐνώμᾳ χρόνῳ, μέσω της σταθερής πορείας του χρόνου, σε Σοφ.
Middle Liddell
εὐ-νώμας, ου, νωμάω
moving well or regularly, εὐνώμᾳ χρόνῳ by the steady march of time, Soph.