μυέλινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myelinos
|Transliteration C=myelinos
|Beta Code=mue/linos
|Beta Code=mue/linos
|Definition=η, ον, [[soft as marrow]], [[fat]], πυγή <span class="title">AP</span>12.37 (Diosc.).
|Definition=η, ον, [[soft as marrow]], [[fat]], πυγή ''AP''12.37 (Diosc.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />tendre comme la moelle.<br />'''Étymologie:''' [[μυελός]].
|btext=η, ον :<br />[[tendre comme la moelle]].<br />'''Étymologie:''' [[μυελός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡέλῐνος:''' [[мягкий как мозг]], [[нежный]] ([[πυγή]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυέλῐνος:''' -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μυελό· το επόμ., σε Ανθ.
|lsmtext='''μυέλῐνος:''' -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μυελό· το επόμ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡέλῐνος:''' [[мягкий как мозг]], [[нежный]] ([[πυγή]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μυέλῐνος, η, ον<br />of [[marrow]]; = [[μυελόεις]], Anth. [from [[μυελός]]
|mdlsjtxt=μυέλῐνος, η, ον<br />of [[marrow]]; = [[μυελόεις]], Anth. [from [[μυελός]]
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυέλῐνος Medium diacritics: μυέλινος Low diacritics: μυέλινος Capitals: ΜΥΕΛΙΝΟΣ
Transliteration A: myélinos Transliteration B: myelinos Transliteration C: myelinos Beta Code: mue/linos

English (LSJ)

η, ον, soft as marrow, fat, πυγή AP12.37 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 213] von Mark, markig, πυγή, Diosc. 1 (XII, 37).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
tendre comme la moelle.
Étymologie: μυελός.

Russian (Dvoretsky)

μῡέλῐνος: мягкий как мозг, нежный (πυγή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μυέλῐνος: -η, -ον, ἐκ μυελοῦ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 12. 37.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μυέλινος, -η, -ον) μυελός
1. αυτός που αναφέρεται στον μυελό
2. μτφ. τρυφερός, απαλός
νεοελλ.
φρ. α) «μυέλινο ιστίο» — μέρη λευκής ουσίας της παρεγκεφαλίδας
β) «μυέλινη ταινία» — λεπτή δεσμίδα νευρικής ουσίας στη ραχιαία επιφάνεια του οπτικού θαλάμου.

Greek Monotonic

μυέλῐνος: -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μυελό· το επόμ., σε Ανθ.

Middle Liddell

μυέλῐνος, η, ον
of marrow; = μυελόεις, Anth. [from μυελός