μελανδόκος: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melandokos
|Transliteration C=melandokos
|Beta Code=melando/kos
|Beta Code=melando/kos
|Definition=ον, [[holding ink]], <b class="b3">κίστη, ἄγγος μ</b>., <span class="title">AP</span>6.65 (Paul. Sil.), 68 (Jul.Aeg.).
|Definition=μελανδόκον, [[holding ink]], <b class="b3">κίστη, ἄγγος μ.</b>, ''AP''6.65 (Paul. Sil.), 68 (Jul.Aeg.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui contient le noir, l'encre.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[δέκομαι]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui contient le noir]], [[l'encre]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[δέκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελανδόκος:''' [[содержащий чернила]] ([[ἄγγος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελανδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[μελάνι]], [[μελανοδοχείο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μελανδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που περιέχει [[μελάνι]], [[μελανοδοχείο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελανδόκος:''' [[содержащий чернила]] ([[ἄγγος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελαν-[[δόκος]], ον [[δέχομαι]]<br />holding ink, Anth.
|mdlsjtxt=μελαν-[[δόκος]], ον [[δέχομαι]]<br />holding ink, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνδόκος Medium diacritics: μελανδόκος Low diacritics: μελανδόκος Capitals: ΜΕΛΑΝΔΟΚΟΣ
Transliteration A: melandókos Transliteration B: melandokos Transliteration C: melandokos Beta Code: melando/kos

English (LSJ)

μελανδόκον, holding ink, κίστη, ἄγγος μ., AP6.65 (Paul. Sil.), 68 (Jul.Aeg.).

German (Pape)

[Seite 119] Schwärze, Tinte fassend, ἄγγος, κίστη, Tintenfaß, Iul. Aeg. 11 (VI, 68) Paul. Sil. 51 (VI, 65).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient le noir, l'encre.
Étymologie: μέλας, δέκομαι.

Russian (Dvoretsky)

μελανδόκος: содержащий чернила (ἄγγος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μελανδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος ἐν ἑαυτῷ μελάνην, κίστη, ἄγγος μ., Ἀνθ. Π. 6. 65 καὶ 68.

Greek Monolingual

μελανδόκος -ον (Α μελανδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται μέσα του μελάνη (α. «κίστην μελανδόκον», Ανθ. Παλ.
β. «ἄγγος μελανδόκον», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μελανδόκον
μελανοδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δοκός και δοχός (< δέχομαι), πρβλ. μηλο-δόκος, ξενο-δόχος].

Greek Monotonic

μελανδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει μελάνι, μελανοδοχείο, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελαν-δόκος, ον δέχομαι
holding ink, Anth.