προσέοικα: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proseoika
|Transliteration C=proseoika
|Beta Code=prose/oika
|Beta Code=prose/oika
|Definition=pf. with pres. sense, Att. inf. [[προσεικέναι]] prob. in <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>1283</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>1161</span>: Dor. plpf. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ποτῴκειν <span class="title">AP</span>6.353 (Noss.), part. fem. [[ποτεοικεῖα]] prob. in Myia <span class="title">Ep.</span>:—Pass. form of pf., προσήϊξαι <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>1063</span>:—to [[be like]], [[resemble]], λέοντι E.<span class="title">Ba.</span> [[l.c.]], cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>331d</span>; γεράνῳ <span class="bibl">Cratin.5</span>; <b class="b3">π. ταῖς ἑταίραις τὸν τρόπον</b> in habits, Ar.l.c.; σοὶ τὴν σιμότητα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>143e</span>; π. κατὰ τὸ χρῶμα ἱέρακι <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>563b22</span>; ἑορτὴν εἰς τὰ πολλὰ καθαρμῷ -εοικυῖαν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Num.</span>19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[seem fit]], <b class="b3">τὰ μὴ προσεικότα</b> [[things]] not [[fit and seemly]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>903</span>; ἔξωρα… κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>618</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[seem]] to do, c. inf., <span class="bibl">D.20.157</span>.</span>
|Definition=pf. with pres. sense, Att. inf. [[προσεικέναι]] prob. in E.''Ba.''1283, Ar.''Ec.''1161: Dor. plpf.<br><span class="bld">A</span> ποτῴκειν ''AP''6.353 (Noss.), part. fem. [[ποτεοικεῖα]] prob. in Myia ''Ep.'':—Pass. form of pf., προσήϊξαι E.''Alc.''1063:—to [[be like]], [[resemble]], λέοντι E.''Ba.'' [[l.c.]], cf. [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 331d; γεράνῳ Cratin.5; <b class="b3">π. ταῖς ἑταίραις τὸν τρόπον</b> in habits, Ar.l.c.; σοὶ τὴν σιμότητα [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''143e; π. κατὰ τὸ χρῶμα ἱέρακι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''563b22; ἑορτὴν εἰς τὰ πολλὰ καθαρμῷ προσεοικυῖαν Plu.''Num.''19.<br><span class="bld">II</span> [[seem fit]], [[τὰ μὴ προσεικότα]] = [[things not fit and seemly]], S.''Ph.''903; ἔξωρα… κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Id.''El.''618.<br><span class="bld">III</span> [[seem]] to do, c. inf., D.20.157.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[προσείκω]].
|btext=v. [[προσείκω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-έοικα perf., Dor. plqperf. 3 sing. ποτῴκει gelijken op, met dat.:; λέοντι... προσεικέναι op een leeuw lijken Eur. Ba. 1283; μηδὲ ταῖς κακαῖς ἑταίραις τὸν τρόπον προσεικέναι en in gedrag niet lijken op slechte courtisanes Aristoph. Eccl. 1161; ook med.. προσήιξαι δέμας uiterlijk lijk je (op haar) Eur. Alc. 1063. passend zijn, passen bij:. τὰ μὴ προσεικότα dingen die niet bij hem passen Soph. Ph. 903.
}}
{{elru
|elrutext='''προσέοικα:''' стяж. [[προσεῖκα]] атт. pf. к * [[προσείκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. προσεῑκα και παθ. τ. παρακμ. [[προσήιξαι]] Α<br />(παρακμ. με σημ. ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[φαίνομαι]] όμοιος, [[μοιάζω]] με κάποιον ή με [[κάτι]] (α. «λέοντι φαίνεται [[προσεικέναι]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «κατὰ τὸ [[χρῶμα]] μόνον προσέοικεν ἱέρακι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φαίνομαι]] [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]] («δρᾷ τὰ μὴ προσεικότα»<br /><b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φαίνομαι]] ότι [[πράττω]] [[κάτι]] («τοιούτοις δὲ τισιν προσέοιχ' ὁ γράφων χρῆσθαι», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔοικα]] «[[μοιάζω]]»].
|mltxt=και αττ. τ. προσεῖκα και παθ. τ. παρακμ. [[προσήιξαι]] Α<br />(παρακμ. με σημ. ενεστ.)<br /><b>1.</b> [[φαίνομαι]] όμοιος, [[μοιάζω]] με κάποιον ή με [[κάτι]] (α. «λέοντι φαίνεται [[προσεικέναι]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «κατὰ τὸ [[χρῶμα]] μόνον προσέοικεν ἱέρακι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φαίνομαι]] [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]] («δρᾷ τὰ μὴ προσεικότα»<br /><b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φαίνομαι]] ότι [[πράττω]] [[κάτι]] («τοιούτοις δὲ τισιν προσέοιχ' ὁ γράφων χρῆσθαι», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔοικα]] «[[μοιάζω]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσέοικα:''' παρακ. με ενεστ. [[σημασία]] (ενεστ. <i>προσείκω</i> όχι σε [[χρήση]]), Αττ. απαρ. [[προσεικέναι]]· Δωρ. υπερσ. [[ποτῴκειν]]· [[εκτός]] από αυτό έχουμε βʹ ενικ. Παθ. παρακ. [[προσήϊξαι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">I.</b> είμαι όμοιος, [[μοιάζω]], με δοτ., στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[φαίνομαι]] [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]], <i>τὰ μὴ προσεικότα</i>, πράγματα αταίριαστα και ανάρμοστα, σε Σοφ.· ομοίως, <i>οὐκ ἐμοὶ προσεικότα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[φαίνομαι]] ότι κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Δημ.
|lsmtext='''προσέοικα:''' παρακ. με ενεστ. [[σημασία]] (ενεστ. <i>προσείκω</i> όχι σε [[χρήση]]), Αττ. απαρ. [[προσεικέναι]]· Δωρ. υπερσ. [[ποτῴκειν]]· [[εκτός]] από αυτό έχουμε βʹ ενικ. Παθ. παρακ. [[προσήϊξαι]], σε Ευρ.<br /><b class="num">I.</b> είμαι όμοιος, [[μοιάζω]], με δοτ., στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[φαίνομαι]] [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]], <i>τὰ μὴ προσεικότα</i>, πράγματα αταίριαστα και ανάρμοστα, σε Σοφ.· ομοίως, <i>οὐκ ἐμοὶ προσεικότα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[φαίνομαι]] ότι κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-έοικα perf., Dor. plqperf. 3 sing. ποτῴκει gelijken op, met dat.:; λέοντι... προσεικέναι op een leeuw lijken Eur. Ba. 1283; μηδὲ ταῖς κακαῖς ἑταίραις τὸν τρόπον προσεικέναι en in gedrag niet lijken op slechte courtisanes Aristoph. Eccl. 1161; ook med.. προσήιξαι δέμας uiterlijk lijk je (op haar) Eur. Alc. 1063. passend zijn, passen bij:. τὰ μὴ προσεικότα dingen die niet bij hem passen Soph. Ph. 903.
}}
{{elru
|elrutext='''προσέοικα:''' стяж. [[προσεῖκα]] атт. pf. к * [[προσείκω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=perf. with pres. [[sense]] [no pres. προσείκω is in use] [[attic]] inf. [[προσεικέναι]] doric plup. [[ποτῴκειν]] 2nd sg. perf. [[pass]]. [[προσήιξαι]]<br /><b class="num">I.</b> in Eur.:— to be like, [[resemble]], c. dat., Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[seem]] fit, τὰ μὴ προσεικότα things not fit and [[seemly]], Soph.; so, οὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph.<br /><b class="num">III.</b> to [[seem]] to do, c. inf., Dem.
|mdlsjtxt=perf. with pres. [[sense]] [no pres. προσείκω is in use] Attic inf. [[προσεικέναι]] doric plup. [[ποτῴκειν]] 2nd sg. perf. [[pass]]. [[προσήιξαι]]<br /><b class="num">I.</b> in Eur.:— to be like, [[resemble]], c. dat., Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> to [[seem]] fit, τὰ μὴ προσεικότα things not fit and [[seemly]], Soph.; so, οὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph.<br /><b class="num">III.</b> to [[seem]] to do, c. inf., Dem.
}}
}}

Latest revision as of 22:04, 24 November 2023

English (LSJ)

pf. with pres. sense, Att. inf. προσεικέναι prob. in E.Ba.1283, Ar.Ec.1161: Dor. plpf.
A ποτῴκειν AP6.353 (Noss.), part. fem. ποτεοικεῖα prob. in Myia Ep.:—Pass. form of pf., προσήϊξαι E.Alc.1063:—to be like, resemble, λέοντι E.Ba. l.c., cf. Pl.Prt. 331d; γεράνῳ Cratin.5; π. ταῖς ἑταίραις τὸν τρόπον in habits, Ar.l.c.; σοὶ τὴν σιμότητα Pl.Tht.143e; π. κατὰ τὸ χρῶμα ἱέρακι Arist.HA563b22; ἑορτὴν εἰς τὰ πολλὰ καθαρμῷ προσεοικυῖαν Plu.Num.19.
II seem fit, τὰ μὴ προσεικότα = things not fit and seemly, S.Ph.903; ἔξωρα… κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα Id.El.618.
III seem to do, c. inf., D.20.157.

German (Pape)

[Seite 760] (s. ἔοικα), perf. mit Präsensbdtg vom ungebr. προσείκω, att. auch προσεῖκα, inf. προσεικέναι, Eur. Bacch. 1276 Ar. Eccl. 1161, – ähnlich sein, λέοντι, Eur. a. a. O.; προσέοικέ τι δικαιοσύνη ὁσιότητι, Plat. Prot. 331 d; εἰρήνῃ, Isocr. 4, 182, u. öfter; Dem. 20, 157 u. Folgde; so auch perf. pass. προσήϊξαι, Eur. Alc. 1063; – τὰ προσεικότα, das Geziemende, Soph. Phil. 891 El. 608.

French (Bailly abrégé)

v. προσείκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-έοικα perf., Dor. plqperf. 3 sing. ποτῴκει gelijken op, met dat.:; λέοντι... προσεικέναι op een leeuw lijken Eur. Ba. 1283; μηδὲ ταῖς κακαῖς ἑταίραις τὸν τρόπον προσεικέναι en in gedrag niet lijken op slechte courtisanes Aristoph. Eccl. 1161; ook med.. προσήιξαι δέμας uiterlijk lijk je (op haar) Eur. Alc. 1063. passend zijn, passen bij:. τὰ μὴ προσεικότα dingen die niet bij hem passen Soph. Ph. 903.

Russian (Dvoretsky)

προσέοικα: стяж. προσεῖκα атт. pf. к * προσείκω.

Greek (Liddell-Scott)

προσέοικα: πρκμ. μετὰ σημασίας ἐνεστ. (οὐδὲ ὑπάρχει ἐνεστώς, προσείκω, ἐν χρήσει), Ἀττ. ἀπαρ. προσεικέναι, Εὐρ. Βάκχ. 1284, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1161· Δωρ. ὑπερσ. ποτῴκειν, Νόσσις ἐν Ἀνθ. Π. 6. 353· ― πλὴν τούτου ἔχομεν παθητικὸν τύπον τοῦ πρκμ. προσήιξαι, (πρβλ. τὸ παρ’ Ὁμήρῳ ἤικτο), ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 1063. Εἶμαι ὅμοιος, ὁμοιάζω, λέοντι Εὐρ. Βάκχ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Πλάτ. Πρωταγ. 331D· γεράνῳ Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 6· πρ. ταῖς ἑταίραις τὸν τρόπον, κατὰ τὸν τρόπον, κατὰ τὰ ἤθη, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σοὶ τὴν σιμότητα Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε· ὡσαύτως, πρ. τινὶ κατά τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 7, 2· εἴς τι Πλουτ. Νουμ. 19. ΙΙ. φαίνομαι κατάλληλος, προσήκων, ἁρμόδιος, τὰ μὴ προσεικότα, πράγματα ἀνάρμοστα, Σοφ. Φιλ. 903· οὕτως, ἔξωρα... κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 618. ΙΙΙ. φαίνομαι ὅτι πράττω τι, μετ’ ἀπαρ., Δημ. 505. 4.

Greek Monolingual

και αττ. τ. προσεῖκα και παθ. τ. παρακμ. προσήιξαι Α
(παρακμ. με σημ. ενεστ.)
1. φαίνομαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον ή με κάτι (α. «λέοντι φαίνεται προσεικέναι», Ευρ.
β. «κατὰ τὸ χρῶμα μόνον προσέοικεν ἱέρακι», Αριστοτ.)
2. φαίνομαι κατάλληλος, αρμόδιος («δρᾷ τὰ μὴ προσεικότα»
Σοφ.)
3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («τοιούτοις δὲ τισιν προσέοιχ' ὁ γράφων χρῆσθαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔοικα «μοιάζω»].

Greek Monotonic

προσέοικα: παρακ. με ενεστ. σημασία (ενεστ. προσείκω όχι σε χρήση), Αττ. απαρ. προσεικέναι· Δωρ. υπερσ. ποτῴκειν· εκτός από αυτό έχουμε βʹ ενικ. Παθ. παρακ. προσήϊξαι, σε Ευρ.
I. είμαι όμοιος, μοιάζω, με δοτ., στον ίδ. κ.λπ.
II. φαίνομαι κατάλληλος, αρμόδιος, τὰ μὴ προσεικότα, πράγματα αταίριαστα και ανάρμοστα, σε Σοφ.· ομοίως, οὐκ ἐμοὶ προσεικότα, στον ίδ.
III. φαίνομαι ότι κάνω κάτι, με απαρ., σε Δημ.

Middle Liddell

perf. with pres. sense [no pres. προσείκω is in use] Attic inf. προσεικέναι doric plup. ποτῴκειν 2nd sg. perf. pass. προσήιξαι
I. in Eur.:— to be like, resemble, c. dat., Eur., etc.
II. to seem fit, τὰ μὴ προσεικότα things not fit and seemly, Soph.; so, οὐκ ἐμοὶ προσεικότα Soph.
III. to seem to do, c. inf., Dem.