Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύζυξ: Difference between revisions

From LSJ

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syzyks
|Transliteration C=syzyks
|Beta Code=su/zuc
|Beta Code=su/zuc
|Definition=ῠγος, ὁ, ἡ,= [[σύζυγος]], [ἵππος] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>254a</span>; of wedded pairs, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>921</span> (anap.), cf. <span class="title">CIG</span>4175 (Aezani). <span class="sense"><span class="bld">II</span> [[united]], ἐπιμέλειαι <span class="bibl">Isoc.15.182</span>.</span>
|Definition=ῠγος, ὁ, ἡ, = [[σύζυγος]], [ἵππος] [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''254a; of wedded pairs, [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''921 (anap.), cf. ''CIG''4175 (Aezani).<br><span class="bld">II</span> [[united]], ἐπιμέλειαι Isoc.15.182.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[σύζυγος]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ζυγόν]].
|btext=υγος (ὁ, ἡ)<br /><i>c.</i> [[σύζυγος]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ζυγόν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύζυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, = [[σύζυγος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α· ἐπὶ ζευγῶν διὰ γάμου ἡνωμένων, Εὐρ. Ἄλκ. 921, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγραφ. 4175. ΙΙ. ἡνωμένος, ἐπιμέλειαι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 182.
|elnltext=σύζυξ -υγος [σύζυγος] door het juk verbonden. Plat. Phaedr. 254a. overdr. verbonden (in een huwelijk). Eur. Alc. 921.
}}
{{elru
|elrutext='''σύζυξ:''' υγος adj. соединенный, связанный (ἐπιμέλειαι Isocr.).<br />ῠγος ὁ и ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сотоварищ]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[супруг]], [[супруга]] Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-υγος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο [[ζυγό]] («[[πάντα]] πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ενωμένος<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>oἱ</i>, <i>aἱ σύζυγες</i><br />[[άνδρας]] και [[γυναίκα]] ενωμένοι με τα [[δεσμά]] του γάμου, το [[ανδρόγυνο]], οι σύζυγοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<b>βλ.</b>λ. [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>ζυξ</i>].
|mltxt=-υγος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο [[ζυγό]] («[[πάντα]] πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ενωμένος<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>oἱ</i>, <i>aἱ σύζυγες</i><br />[[άνδρας]] και [[γυναίκα]] ενωμένοι με τα [[δεσμά]] του γάμου, το [[ανδρόγυνο]], οι σύζυγοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<b>βλ.</b>λ. [[ζυγός]]), [[πρβλ]]. [[ομόζυξ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύζυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, = [[σύζυγος]], λέγεται για παντρεμένο [[ζευγάρι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σύζυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, = [[σύζυγος]], λέγεται για παντρεμένο [[ζευγάρι]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύζυξ:''' υγος adj. соединенный, связанный (ἐπιμέλειαι Isocr.).<br />ῠγος и <br /><b class="num">1)</b> [[сотоварищ]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[супруг]], [[супруга]] Eur.
|lstext='''σύζυξ''': -ῠγος, ὁ, , = [[σύζυγος]], Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α· ἐπὶ ζευγῶν διὰ γάμου ἡνωμένων, Εὐρ. Ἄλκ. 921, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγραφ. 4175. ΙΙ. ἡνωμένος, ἐπιμέλειαι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 182.
}}
{{elnl
|elnltext=σύζυξ -υγος [σύζυγος] door het juk verbonden. Plat. Phaedr. 254a. overdr. verbonden (in een huwelijk). Eur. Alc. 921.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύζυξ]], ῠγος, = [[σύζυγος]], of a wedded [[pair]], Eur.]
|mdlsjtxt=[[σύζυξ]], ῠγος, = [[σύζυγος]], of a wedded [[pair]], Eur.]
}}
}}

Latest revision as of 12:56, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύζυξ Medium diacritics: σύζυξ Low diacritics: σύζυξ Capitals: ΣΥΖΥΞ
Transliteration A: sýzyx Transliteration B: syzyx Transliteration C: syzyks Beta Code: su/zuc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, [ἵππος] Pl.Phdr.254a; of wedded pairs, E.Alc.921 (anap.), cf. CIG4175 (Aezani).
II united, ἐπιμέλειαι Isoc.15.182.

German (Pape)

[Seite 972] υγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, Eur. Alc. 924; Plat. Phaedr. 254 a.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
c. σύζυγος.
Étymologie: σύν, ζυγόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύζυξ -υγος [σύζυγος] door het juk verbonden. Plat. Phaedr. 254a. overdr. verbonden (in een huwelijk). Eur. Alc. 921.

Russian (Dvoretsky)

σύζυξ: υγος adj. соединенный, связанный (ἐπιμέλειαι Isocr.).
ῠγος ὁ и ἡ
1 сотоварищ Plat.;
2 супруг, супруга Eur.

Greek Monolingual

-υγος, ό, ἡ, Α
1. (κυρίως για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο ζυγόπάντα πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», Πλάτ.)
2. ενωμένος
3. πληθ. oἱ, aἱ σύζυγες
άνδρας και γυναίκα ενωμένοι με τα δεσμά του γάμου, το ανδρόγυνο, οι σύζυγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ζυξ (βλ.λ. ζυγός), πρβλ. ομόζυξ].

Greek Monotonic

σύζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, λέγεται για παντρεμένο ζευγάρι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α· ἐπὶ ζευγῶν διὰ γάμου ἡνωμένων, Εὐρ. Ἄλκ. 921, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγραφ. 4175. ΙΙ. ἡνωμένος, ἐπιμέλειαι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 182.

Middle Liddell

σύζυξ, ῠγος, = σύζυγος, of a wedded pair, Eur.]