ταρακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=taraktikos
|Transliteration C=taraktikos
|Beta Code=taraktiko/s
|Beta Code=taraktiko/s
|Definition=ή, όν, [[disturbing]], τῆς ψυχῆς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Crass.</span>23</span> (Sup.); <b class="b3">τ. καὶ νεωτερισταί</b>, of political [[agitators]], <span class="bibl">D.H. 5.75</span>; of food that does not agree with the stomach, τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f; <b class="b3">οἶνος τ</b>. ib.648b, cf. <span class="bibl">Sor.1.86</span> (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; <b class="b3">τ. τῆς κοιλίας</b> Id. ap. <span class="bibl">Ath.3.92b</span>.
|Definition=ταρακτική, ταρακτικόν, [[disturbing]], τῆς ψυχῆς Plu.''Crass.''23 (Sup.); ταρακτικοὶ καὶ [[νεωτεριστής|νεωτερισταί]], of [[political]] [[agitator]]s, D.H. 5.75; of food [[that does not agree with the stomach]], τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f; [[οἶνος]] ταρακτικός ib.648b, cf. Sor.1.86 (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; <b class="b3">ταρακτικός τῆς κοιλίας</b> Id. ap. Ath.3.92b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1069.png Seite 1069]] beunruhigend, verwirrend; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; [[μέλος]] τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1069.png Seite 1069]] [[beunruhigend]], [[verwirrend]]; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; [[μέλος]] τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à troubler, à agiter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
|btext=ή, όν :<br />[[propre à troubler]], [[propre à agiter]], gén..<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρακτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[приводящий в замешательство]], [[вызывающий смятение]] (τῆς ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[вносящий расстройство]], [[сильно возбуждающий]] (ἡδοναί Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰρακτικός:''' -ή, -όν ([[ταράσσω]]), αυτός που διαταράζει, προκαλεί [[αναταραχή]], [[αναστάτωση]], με γεν., <i>τῆς ψυχῆς</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''τᾰρακτικός:''' -ή, -όν ([[ταράσσω]]), αυτός που διαταράζει, προκαλεί [[αναταραχή]], [[αναστάτωση]], με γεν., <i>τῆς ψυχῆς</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰρακτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приводящий в замешательство]], [[вызывающий смятение]] (τῆς ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[вносящий расстройство]], [[сильно возбуждающий]] (ἡδοναί Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰρακτικός, ή, όν [[ταράσσω]]<br />disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.
|mdlsjtxt=τᾰρακτικός, ή, όν [[ταράσσω]]<br />disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρακτικός Medium diacritics: ταρακτικός Low diacritics: ταρακτικός Capitals: ΤΑΡΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: taraktikós Transliteration B: taraktikos Transliteration C: taraktikos Beta Code: taraktiko/s

English (LSJ)

ταρακτική, ταρακτικόν, disturbing, τῆς ψυχῆς Plu.Crass.23 (Sup.); ταρακτικοὶ καὶ νεωτερισταί, of political agitators, D.H. 5.75; of food that does not agree with the stomach, τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f; οἶνος ταρακτικός ib.648b, cf. Sor.1.86 (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; ταρακτικός τῆς κοιλίας Id. ap. Ath.3.92b.

German (Pape)

[Seite 1069] beunruhigend, verwirrend; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; μέλος τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à troubler, propre à agiter, gén..
Étymologie: ταράσσω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρακτικός:
1 приводящий в замешательство, вызывающий смятение (τῆς ψυχῆς Plut.);
2 вносящий расстройство, сильно возбуждающий (ἡδοναί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ταρακτικός: -ή, -όν, ὁ, διαταράσσων, τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κράσσ. 23, τῆς ἡγεμονίας οἱ τ., ἐπὶ πολιτικῶν στασιαστῶν, Διον. Ἁλ. 5. 75· ― ἐπὶ τροφῆς προξενούσης διατάραξιν τοῦ στομάχου, Πλούτ. 2. 734Ε· τ. οἶνος αὐτόθι 648Β, κλπ.· τ. τῆς κοιλίας Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 92Β, Διον. Ἁλ. 5. 75.

Greek Monolingual

ή, -ό / ταρακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ταραχτικός, -ή, -ό, Ν ταράκτης
αυτός που προκαλεί ταραχή, ψυχική αναστάτωση, συνταρακτικός (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», Πλούτ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.ταρακτικός
(για πρόσ.) στασιαστής («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)
2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές.

Greek Monotonic

τᾰρακτικός: -ή, -όν (ταράσσω), αυτός που διαταράζει, προκαλεί αναταραχή, αναστάτωση, με γεν., τῆς ψυχῆς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

τᾰρακτικός, ή, όν ταράσσω
disturbing, c. gen., τῆς ψυχῆς Plut.