χέρνιβον: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />bassin pour se laver les mains.<br />'''Étymologie:''' [[χέρνιψ]].
|btext=ου (τό) :<br />[[bassin pour se laver les mains]].<br />'''Étymologie:''' [[χέρνιψ]].
}}
{{elru
|elrutext='''χέρνῐβον:''' τό [[сосуд для омовения рук]] Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χέρνῐβον:''' τό, [[δοχείο]] με [[νερό]] για το [[πλύσιμο]] των χεριών, [[λεκάνη]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''χέρνῐβον:''' τό, [[δοχείο]] με [[νερό]] για το [[πλύσιμο]] των χεριών, [[λεκάνη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χέρνῐβον:''' τό [[сосуд для омовения рук]] Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χέρ-νῐβον, ου, τό,<br />a [[vessel]] for [[water]] to [[wash]] the hands, a [[basin]], Il. [from [[χερνίπτομαι]]
|mdlsjtxt=χέρ-νῐβον, ου, τό,<br />a [[vessel]] for [[water]] to [[wash]] the hands, a [[basin]], Il. [from [[χερνίπτομαι]]
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 January 2023

English (LSJ)

τό, = χερνιβεῖον (vessel for water to wash the hands, basin), Il.24.304, IG11(2).144A32 (Delos, iv B. C.), cf. Hdn.Gr.1.378: pl. χέρνιβα Philostr.Im.2.23.

German (Pape)

[Seite 1350] τό, das Gefäß zum Waschwasser für die Hände, Handbecken, Waschbecken; ἡ δὲ παρέστη χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα Il. 24, 304; τοῖς χρυσοῖς χερνίβοις καὶ θυμιατηρίοις χρήσασθαι Andoc. 4, 29, wie Ath. IX, 408 c steht, wo die Stelle aus Lysias contra Alcib. angeführt wird. Vgl. χέρνιψ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bassin pour se laver les mains.
Étymologie: χέρνιψ.

Russian (Dvoretsky)

χέρνῐβον: τό сосуд для омовения рук Hom.

Greek (Liddell-Scott)

χέρνῐβον: τό, ἀντὶ τοῦ χερνιβεῖον ἀπαντῶν μόνον ἐν Ἰλ. Ω. 304· ἔνθα ὁ Bentl. προτείνει χέρνιβά τ’, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ· οὕτως ἐν Αἰλ. περὶ Ζ. 10. 50, ὁ Ἰακώψ. διώρθωσε δεῖ χέρνιβος.

English (Autenrieth)

(χείρ, νίπτω): wash-basin, Il. 24.304†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
δοχείο, λεκάνη για το πλύσιμο τών χεριών (α. «ἡ δὲ παρέστη ἀμφίπολος πρόχοός θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Ιλ.
β. «ἐζήτει εἰ τὸ χέρνιβον εἴρηται καθάπερ ἡμεῖς λέγομεν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρνιψ, -ιβος, κατά τα δευτερόκλιτα ουδ. σε -ον. Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. πληθ. keniqa].

Greek Monotonic

χέρνῐβον: τό, δοχείο με νερό για το πλύσιμο των χεριών, λεκάνη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

χέρ-νῐβον, ου, τό,
a vessel for water to wash the hands, a basin, Il. [from χερνίπτομαι