ἀντιλάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antilazomai
|Transliteration C=antilazomai
|Beta Code=a)ntila/zomai
|Beta Code=a)ntila/zomai
|Definition=or ἀντιλᾰβ-ῠμαι, poet. and Dor. Prose for [[ἀντιλαμβάνομαι]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[take hold of]], [[hold by]], c. gen., <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1227</span>; πραγμάτων Theag. ap. Stob. 3.1.67, cf. Archyt.ib.117; [[take a share of]], [[partake in]], πόνων <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span> 452</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. acc., [[to receive in turn]], to [[be repaid]], ἀντιλάζνται . . τοιάδ' ἃν τοκεῦσι δῷ <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>363</span>. (<b class="b3">-λάζυμαι</b> [[l.c.]], <span class="bibl"><span class="title">Or.</span>753</span>, <span class="bibl"><span class="title">IA</span>1109</span>; <b class="b3">-λάζομαι</b> ib.<span class="bibl">1227</span>, <span class="bibl"><span class="title">Or.</span>452</span> (-λάζον); both forms in codd. <span class="bibl"><span class="title">Med.</span>1216</span>) </span>
|Definition=or [[ἀντιλάζυμαι]], ''poet.'' and Dor. Prose for [[ἀντιλαμβάνομαι]],<br><span class="bld">A</span> [[take hold of]], [[hold by]], c. gen., E.''IA''1227; πραγμάτων Theag. ap. Stob. 3.1.67, cf. Archyt.ib.117; [[take a share of]], [[partake in]], πόνων [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]'' 452, etc.<br><span class="bld">2</span> c. acc., to [[receive in turn]], to [[be repaid]], ἀντιλάζνται.. τοιάδ' ἃν τοκεῦσι δῷ Id.''Supp.''363. (-λάζυμαι [[l.c.]], ''Or.''753, ''IA''1109; -λάζομαι ib.1227, ''Or.''452 (-λάζον); both forms in codd. ''Med.''1216)  
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impér. prés.</i> ἀντιλάζου;<br />se saisir de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[λάζομαι]].
|btext=<i>impér. prés.</i> ἀντιλάζου;<br />se saisir de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[λάζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιλάζομαι:''' [[хватать]], [[держать]] (χερί τινος Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιλάζομαι''': υμαι, ποιητ. ἀντὶ ἀντιλαμβάνομαι, μετὰ γεν., περὶ σὸν ἐξαρτωμένης [[γένειον]], οὗ νῦν ἀντιλάζυμαι χερί, «πιάνω μὲ τὸ χέρι μου», Εὐρ. Ι. Α. 1227· [[συμμετέχω]], ἀλλ’ ἀντιλάζου καὶ πόνων ἐν τῷ μέρει ὁ αὐτ. Ὀρ. 452, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., [[λαμβάνω]] ὡς ἀμοιβὴν ἀντὶ τοῦ διδομένου ὑπ’ ἐμοῦ, κάλλιστον ἔρανον· δοὺς γὰρ ἀντιλάζυται παίδων παρ’ [[αὐτοῦ]] τοιάδ’ ἅν τοκεῦσι δῷ Εὐρ. Ἱκ. 363. Πρβλ. [[λάζομαι]].
|lstext='''ἀντιλάζομαι''': υμαι, ποιητ. ἀντὶ ἀντιλαμβάνομαι, μετὰ γεν., περὶ σὸν ἐξαρτωμένης [[γένειον]], οὗ νῦν ἀντιλάζυμαι χερί, «πιάνω μὲ τὸ χέρι μου», Εὐρ. Ι. Α. 1227· [[συμμετέχω]], ἀλλ’ ἀντιλάζου καὶ πόνων ἐν τῷ μέρει ὁ αὐτ. Ὀρ. 452, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., [[λαμβάνω]] ὡς ἀμοιβὴν ἀντὶ τοῦ διδομένου ὑπ’ ἐμοῦ, κάλλιστον ἔρανον· δοὺς γὰρ ἀντιλάζυται παίδων παρ’ αὐτοῦ τοιάδ’ ἅν τοκεῦσι δῷ Εὐρ. Ἱκ. 363. Πρβλ. [[λάζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιλάζομαι:''' -ῠμαι, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[κρατιέμαι]], βαστιέμαι από, με γεν., σε Ευρ.· [[συμμετέχω]], <i>πόνων</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αποδέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀντιλάζομαι:''' -ῠμαι, αποθ.,<br /><b class="num">1.</b> [[κρατιέμαι]], βαστιέμαι από, με γεν., σε Ευρ.· [[συμμετέχω]], <i>πόνων</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[αποδέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιλάζομαι:''' [[хватать]], [[держать]] (χερί τινος Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[take]] [[hold]] of, [[hold]] by, c. gen., Eur.; to partake in, πόνων Eur.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[receive]] in [[turn]], Eur.
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> to [[take]] [[hold]] of, [[hold]] by, c. gen., Eur.; to partake in, πόνων Eur.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[receive]] in [[turn]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 20:40, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλάζομαι Medium diacritics: ἀντιλάζομαι Low diacritics: αντιλάζομαι Capitals: ΑΝΤΙΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antilázomai Transliteration B: antilazomai Transliteration C: antilazomai Beta Code: a)ntila/zomai

English (LSJ)

or ἀντιλάζυμαι, poet. and Dor. Prose for ἀντιλαμβάνομαι,
A take hold of, hold by, c. gen., E.IA1227; πραγμάτων Theag. ap. Stob. 3.1.67, cf. Archyt.ib.117; take a share of, partake in, πόνων E.Or. 452, etc.
2 c. acc., to receive in turn, to be repaid, ἀντιλάζνται.. τοιάδ' ἃν τοκεῦσι δῷ Id.Supp.363. (-λάζυμαι l.c., Or.753, IA1109; -λάζομαι ib.1227, Or.452 (-λάζον); both forms in codd. Med.1216)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. y frec. en drama -λάζῠμαι Theag.1, E.Supp.363, IA 1227, Med.1216, Fr.22h.11 Bond
I c. ac. recibir a su vez ἀντιλάζυται ... τοιάδ' ἃν τοκεῦσι δῷ E.Supp.363.
II c. gen.
1 sujetar, agarrar οὗ (γενείου) ... χερί E.IA 1227
abs. agarrarse E.Med.1216
fig. ἀντιλάζυσαι λόγων te agarras a las palabras e.d. hablas sin parar E.Fr.22.11 Bond
aprehender, captar πραγμάτων Theag.1.
2 aceptar a su vez, compartir πόνων E.Or.452, 753.

German (Pape)

[Seite 254] = ἀντιλαμβάνομαι, Eur. I. A. 1227; ἀντιλάζου Or. 446.

French (Bailly abrégé)

impér. prés. ἀντιλάζου;
se saisir de, gén..
Étymologie: ἀντί, λάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιλάζομαι: хватать, держать (χερί τινος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλάζομαι: υμαι, ποιητ. ἀντὶ ἀντιλαμβάνομαι, μετὰ γεν., περὶ σὸν ἐξαρτωμένης γένειον, οὗ νῦν ἀντιλάζυμαι χερί, «πιάνω μὲ τὸ χέρι μου», Εὐρ. Ι. Α. 1227· συμμετέχω, ἀλλ’ ἀντιλάζου καὶ πόνων ἐν τῷ μέρει ὁ αὐτ. Ὀρ. 452, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., λαμβάνω ὡς ἀμοιβὴν ἀντὶ τοῦ διδομένου ὑπ’ ἐμοῦ, κάλλιστον ἔρανον· δοὺς γὰρ ἀντιλάζυται παίδων παρ’ αὐτοῦ τοιάδ’ ἅν τοκεῦσι δῷ Εὐρ. Ἱκ. 363. Πρβλ. λάζομαι.

Greek Monolingual

ἀντιλάζομαι κ. -ζυμαι (Α)
1. πιάνω με το χέρι μου
2. λαμβάνω μέρος, συμμετέχω
3. ανταμείβομαι, πληρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + λάζομαι «παίρνω»].

Greek Monotonic

ἀντιλάζομαι: -ῠμαι, αποθ.,
1. κρατιέμαι, βαστιέμαι από, με γεν., σε Ευρ.· συμμετέχω, πόνων, στον ίδ.
2. με αιτ., αποδέχομαι ως αντάλλαγμα, στον ίδ.

Middle Liddell

1. to take hold of, hold by, c. gen., Eur.; to partake in, πόνων Eur.
2. c. acc. to receive in turn, Eur.