ὀξυόεις: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br />aigu, pointu ([[ὀξύς]]) ; <i>ou plutôt</i> en bois de hêtre ([[ὀξύα]]). | |btext=όεσσα, όεν;<br />aigu, pointu ([[ὀξύς]]) ; <i>ou plutôt</i> en bois de hêtre ([[ὀξύα]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξυόεις:''' όεσσα, όεν [[ὀξύς]] заостренный, острый, по по друг. [[ὀξύη]] буковый ([[δόρυ]], [[ἔγχος]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξυόεις:''' -εσσα, -εν ([[ὀξύς]]), αυτός που έχει αιχμηρό [[άκρο]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὀξυόεις:''' -εσσα, -εν ([[ὀξύς]]), αυτός που έχει αιχμηρό [[άκρο]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀξυόεις]], εσσα, εν [[ὀξύς]]<br />[[sharp]]-[[pointed]], Il. | |mdlsjtxt=[[ὀξυόεις]], εσσα, εν [[ὀξύς]]<br />[[sharp]]-[[pointed]], Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, (ὀξύη) with beechen shaft, beechen, ἔγχεα ὀξυόεντα Il. 5.568, cf. 50, etc.; δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι 14.443, cf. Eust. 1951.2, Hsch.; the deriv. from ὀξύς is less probable.
German (Pape)
[Seite 353] εσσα, εν, bei Hom. Beiwort von ἔγχος, bes. Il., δόρυ 14, 443; gew. von ὀξύα abgeleitet, = ὀξύϊνος, aus Buchenholz gemacht, buchen, nach Apion aber poet. = ὀξύς.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
aigu, pointu (ὀξύς) ; ou plutôt en bois de hêtre (ὀξύα).
Russian (Dvoretsky)
ὀξυόεις: όεσσα, όεν ὀξύς заостренный, острый, по по друг. ὀξύη буковый (δόρυ, ἔγχος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυόεις: εσσα, εν, (ὀξὺς) ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξὺ (πρβλ. μελιτόεις, λωτόεις)· ἔγχεα ὀξυόεντα Ε. 568, κτλ.· δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι Ξ. 443· ― παρ’ ἄλλων ἑρμηνεύεται ὡς = ὀξύϊνος (ἐκ τοῦ ὀξύα), Εὐστ. 1951. 2, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀξυόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο οξιάς, οξένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύα + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
ὀξυόεις: -εσσα, -εν (ὀξύς), αυτός που έχει αιχμηρό άκρο, σε Ομήρ. Ιλ.