ὁμόφρων: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
mNo edit summary |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omofron | |Transliteration C=omofron | ||
|Beta Code=o(mo/frwn | |Beta Code=o(mo/frwn | ||
|Definition= | |Definition=ὁμόφρονος, ὁ, ἡ, = [[ὁμόνοος]], [[of the same feelings]], [[of the same thoughts]], [[unanimous]], [[concordant]], [[of like spirit]], [[agreeing]], [[united]], ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν Il.22.263, cf. Hes.''Th.''60, Thgn.81; ὁμόφρονος εὐνᾶς Pi.''O.''7.6; ὁ. λόγος [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''632 (lyr.). Adv. [[ὁμοφρόνως]] = [[unanimously]] Oenom. ap. Eus.''PE''5.33; ''poet.'' [[ὁμοφρονέως]] ''IG''9(1).235.6 (Locr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0341.png Seite 341]] gleichdenkend, gleichgesinnt, übereinstimmend, einträchtig; ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν, Il. 22, 263; Hes. Th. 60; ὁμόφρονος εὐνᾶς, Pind. Ol. 7, 6; sp. D., wie Agath. 82. 89. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0341.png Seite 341]] [[gleichdenkend]], [[gleichgesinnt]], [[übereinstimmend]], [[einträchtig]]; ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν, Il. 22, 263; Hes. Th. 60; ὁμόφρονος εὐνᾶς, Pind. Ol. 7, 6; sp. D., wie Agath. 82. 89. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />uni de cœur et de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φρήν]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[uni de cœur et de sentiments]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φρήν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμόφρων:''' 2, gen. ονος [[единодушный]], [[находящийся в согласии]] ([[θυμός]] Hom.; λόγοι Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), = [[ὁμόνοος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ὁμ. λόγοι</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὁμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), = [[ὁμόνοος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ὁμ. λόγοι</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 07:10, 14 November 2023
English (LSJ)
ὁμόφρονος, ὁ, ἡ, = ὁμόνοος, of the same feelings, of the same thoughts, unanimous, concordant, of like spirit, agreeing, united, ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν Il.22.263, cf. Hes.Th.60, Thgn.81; ὁμόφρονος εὐνᾶς Pi.O.7.6; ὁ. λόγος Ar.Av.632 (lyr.). Adv. ὁμοφρόνως = unanimously Oenom. ap. Eus.PE5.33; poet. ὁμοφρονέως IG9(1).235.6 (Locr.).
German (Pape)
[Seite 341] gleichdenkend, gleichgesinnt, übereinstimmend, einträchtig; ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν, Il. 22, 263; Hes. Th. 60; ὁμόφρονος εὐνᾶς, Pind. Ol. 7, 6; sp. D., wie Agath. 82. 89.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
uni de cœur et de sentiments.
Étymologie: ὁμός, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόφρων: 2, gen. ονος единодушный, находящийся в согласии (θυμός Hom.; λόγοι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, = ὁμόνοος, σύμφωνος, ὁμόφρονα θυμὸν ἔχοντες Ἰλ. Χ. 263, Ἡσ. Θ. 60, Θέογν. 81· ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7. 10· ὁμ. λόγοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 632. Ἐπίρρ. -όνως. Achmes Ὀνειροκρ. 44 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ· ποιητ. -ονέως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 6. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 170 -1.
English (Autenrieth)
like-minded, harmonious, congenial, Il. 22.263†.
English (Slater)
ὁμόφρων harmonious θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς (O. 7.6)
English (Strong)
from the base of ὁμοῦ and φρήν; like-minded, i.e. harmonious: of one mind.
English (Thayer)
ὀμων (ὁμός, φρήν), of one mind (A. V. likeminded), concordant: Homer, Hesiod, Pindar, Aristophanes, Anthol., Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ ομόφρων, -ον)
αυτός που έχει ή που εκφράζει τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες αντιλήψεις («ὁμόφρονας λόγους», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ως ουσ. ο, η ομόφρων
α) ομοϊδεάτης, οπαδός της ίδιας μερίδας ή του ίδιου κόμματος
β) εντομολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόφρων
γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων.
επίρρ...
ομοφρόνως (ΑΜ ὁμοφρόνως, Α ποιητ. τ. ὁμοφρονέως)
με ομοφροσύνη, ομόφωνα, με την ίδια γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
ὁμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), = ὁμόνοος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ὁμ. λόγοι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὁμό-φοων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν = ὁμόνοος, Il., Hes.]
ὁμ. λόγοι Ar.
Chinese
原文音譯:ÐmÒfrwn 何摩-弗朗
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:有如-意向的
字義溯源:思念相同,同心,一致的,協調;由(ὁμοῦ)=相同)與(φρήν)*=心思,感覺)組成;其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 思念相同(1) 彼前3:8