ὑλοβάτης: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ὑλοβᾰ́της | ||
|Medium diacritics=ὑλοβάτης | |Medium diacritics=ὑλοβάτης | ||
|Low diacritics=υλοβάτης | |Low diacritics=υλοβάτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ylovatis | |Transliteration C=ylovatis | ||
|Beta Code=u(loba/ths | |Beta Code=u(loba/ths | ||
|Definition=[ῡ | |Definition=[ῡ, ᾰ], ου,</b> Dor. [[ὑλοβάτας]], ὁ, [[one who haunts the woods]], APl.4.233 (Theaet.), ''AP''6.32 (Agath.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui parcourt les forêts <i>(ép. de Pan)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[βαίνω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui parcourt les forêts <i>(ép. de Pan)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[βαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑλοβάτης:''' дор. [[ὑλοβάτας|ὑλοβάτᾱς]], ου (ῠ, ᾰτ) ὁ [[бродящий по лесам]] (эпитет Пана) Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑλοβάτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὑλοβάτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑλο-[[βάτης]], ου, ὁ,<br />one who haunts the woods, Anth. | |mdlsjtxt=ὑλο-[[βάτης]], ου, ὁ,<br />one who haunts the woods, Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:46, 24 February 2024
English (LSJ)
[ῡ, ᾰ], ου, Dor. ὑλοβάτας, ὁ, one who haunts the woods, APl.4.233 (Theaet.), AP6.32 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1177] ὁ, = ὑληβάτης; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui parcourt les forêts (ép. de Pan).
Étymologie: ὕλη, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑλοβάτης: дор. ὑλοβάτᾱς, ου (ῠ, ᾰτ) ὁ бродящий по лесам (эпитет Пана) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλοβάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.
Greek Monolingual
ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας
αρχ.
αυτός που συχνάζει στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βάτης / -βατος (< βαίνω), πρβλ. πυροβάτης. Ο τ. ὑλι-βάτης, κατά το ὀρι-βάτης. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. νεολατ. hylobates].
Greek Monotonic
ὑλοβάτης: -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὑλο-βάτης, ου, ὁ,
one who haunts the woods, Anth.