δαιτρός: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daitros | |Transliteration C=daitros | ||
|Beta Code=daitro/s | |Beta Code=daitro/s | ||
|Definition=ὁ, ([[δαίω]]) < | |Definition=ὁ, ([[δαίω]])<br><span class="bld">A</span> [[one that carves and portions out]], esp. [[meat]] at [[table]], Od.1.141, 17.331, Lyc.35, Nic.''Al.''258, Ath.1.12d.<br><span class="bld">II</span> [[hereditary]] [[priest]] who [[officiate]]d at the [[Dipolia]], Porph.''Abst.''2.30. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (δαίω)
A one that carves and portions out, esp. meat at table, Od.1.141, 17.331, Lyc.35, Nic.Al.258, Ath.1.12d.
II hereditary priest who officiated at the Dipolia, Porph.Abst.2.30.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
trinchador, servidor de mesa δ. δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκεν Od.1.142, 4.57, 17.331, Philostr.Iun.Im.3.5, cf. Hsch.
•a veces tb. cocinero δ. ἡπάτων φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος Lyc.35, cf. Nic.Al.258, ὁ τὰ κρέα ὀπτῶν δ. ἐπεὶ ἴσην ἑκάστῳ μοῖραν ἐδίδου Ath.12e
•esp. de unos sacerdotes de las Dipolias, Porph.Abst.2.30.
German (Pape)
[Seite 516] ὁ, der Zertheiler, bes. des Fleisches, Vorschneider u. Vorleger (E. G. ὁ μάγειρος); Od. 1, 141. 4, 57. 17, 331; vgl. Plut. Symp. 2, 10, 2 Ath. I, 12 e.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
litt. celui qui découpe les aliments et distribue les portions.
Étymologie: δαίνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιτρός -οῦ, ὁ [δαίομαι] voorsnijder.
Russian (Dvoretsky)
δαιτρός: ὁ нарезающий порции (преимущ. мяса), распоряжающийся раздачей кушаний Hom., Plut.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
δαιτρός, ο (Α)
1. αυτός που κόβει και μοιράζει το κρέας στο τραπέζι
2. το κληρονομικό αξίωμα του ιερέα που εκτελούσε χρέη δαιτρού στα Διπόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II) + (επίθημα) -τρος (πρβλ. ιατρός)].
Greek Monotonic
δαιτρός: ὁ (δαίω Β), αυτός που κόβει το κρέας, τεμαχιστής, τραπεζοκόμος, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
δαιτρός: ὁ, (δαίω) ὁ κόπτων καὶ διαμοιράζων, ἰδίως κρέας κατὰ τὸ δεῖπνον, Ὀδ. Α. 141., Ρ. 331, πρβλ. Ἀθήν. 12D.