περιδύω: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peridyo | |Transliteration C=peridyo | ||
|Beta Code=peridu/w | |Beta Code=peridu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[strip off]], ἐπεὶ περίδῡσε χιτῶνας Il.11.100; τῶν αὐλητρίδων τὰἱμάτια περιέδυεν Ath.13.607f.<br><span class="bld">2</span> c.acc.pers., [[strip]], εἰ μὴ ἔφθησαν περιδύσαντες αὐτόν Antipho 2.2.5; π. τὰ νεκρά App.''BC''5.68, etc.: metaph., [[deprive of]] authority, J.''AJ''13.15.3.<br><span class="bld">3</span> c. acc. pers. et rei, [[strip]] one of a thing, αὐτὰ [ποιήματα] περιδύσας τὸ μέτρον Epich.[254] (dub.); τὰ λοιπὰ π. τινάς App.''BC''5.67; ἑαυτὸν τὴν ἐσθῆτα J.''AJ''6.11.5.<br><span class="bld">b</span> c.acc. et gen., <b class="b3">π. τὸν ναὸν τῶν ἀναθημάτων</b> ib.9.12.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περι- | |elnltext=περι-δύω van het lijf trekken:. χιτῶνας de kleren Il. 11.100; π. τὸ μέτρον beroven van het metrum Epich. B 6.3. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
A strip off, ἐπεὶ περίδῡσε χιτῶνας Il.11.100; τῶν αὐλητρίδων τὰἱμάτια περιέδυεν Ath.13.607f.
2 c.acc.pers., strip, εἰ μὴ ἔφθησαν περιδύσαντες αὐτόν Antipho 2.2.5; π. τὰ νεκρά App.BC5.68, etc.: metaph., deprive of authority, J.AJ13.15.3.
3 c. acc. pers. et rei, strip one of a thing, αὐτὰ [ποιήματα] περιδύσας τὸ μέτρον Epich.[254] (dub.); τὰ λοιπὰ π. τινάς App.BC5.67; ἑαυτὸν τὴν ἐσθῆτα J.AJ6.11.5.
b c.acc. et gen., π. τὸν ναὸν τῶν ἀναθημάτων ib.9.12.3.
German (Pape)
[Seite 573] (s. δύω), ringsum ausziehen; ἐπεὶ περίδυσε χιτῶνας, Il. 11, 100; περιδύσαντες αὐτόν, Antiph. 2 β 5; Ath. XIII, 607 f; περιδῦσαι, Hyperid. bei Poll. 7, 44. – Med. und intr. tempp. sich ausziehen, Epicharm. bei D. L. 3, 17, D. Hal. u. a. Sp. – Die VLL. erkl. noch περιδύεται durch εἰσδύεται, κρύπτεται.
French (Bailly abrégé)
ao. περιέδυσα;
ôter tout autour : χιτῶνας IL ôter des tuniques.
Étymologie: περί, δύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-δύω van het lijf trekken:. χιτῶνας de kleren Il. 11.100; π. τὸ μέτρον beroven van het metrum Epich. B 6.3.
Russian (Dvoretsky)
περιδύω: (aor. 1 περιέδῡσα - эп. περιδῡσα) снимать (χιτῶνας Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
περιδύω: ἀπεκδύω, (πρβλ. περιαιρέω), ἐπεὶ περίδυσε χιτῶνας, «ἐπειδή, φησί, τοῦς ἐν τοῖς στήθεσιν αὐτῶν χιτῶνας ἀφείλετο» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 100· τῶν αὐλητρίδων τὰ ἱμάτια περιέδυεν Ἀθήν. 607F. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., γυμνώνω, εἰ μή ἔφθησαν περιδύσαντες αὐτὸν Ἀντιφῶν 117. 3· π. τὰ νεκρὰ Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 68, κτλ. 3) μετ’ αἰτ. προσώπ. καὶ πράγμ., ἀφαιρῶ τι παρά τινος, χρήματα π. τινα αὐτόθι 5. 67· τὰ ἐμὰ [ποιήματα] περιδύσας τό μέτρον Ἐπίχ. 98 Ahr.
English (Autenrieth)
only aor. 1 περίδῦσε, stripped off, Il. 11.100†.
Greek Monolingual
Α
περιεκδύω, αφαιρώ, γυμνώνω («τῶν αὐλητρίδων τὰ ἱμάτια περιέδυεν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δύω «αφανίζω, παρακμάζω» και «ενδύομαι, περιβάλλομαι»].
Greek Monotonic
περιδύω: μέλ. -σω, αφαιρώ από γύρω, απεκδύω, βγάζω τα ρούχα μου, περίδυσε χιτῶνας, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
fut. σω
to pull off from round, strip off, περίδυσε χιτῶνας Il.