συμποσίαρχος: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />président d'un banquet.<br />'''Étymologie:''' [[συμπόσιον]], [[ἄρχω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[président d'un banquet]].<br />'''Étymologie:''' [[συμπόσιον]], [[ἄρχω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμποσίαρχος -οῦ, ὁ [συμπόσιον, ἄρχω] leider van de drinkpartij, symposiarch. | |elnltext=συμποσίαρχος -οῦ, ὁ [[[συμπόσιον]], [[ἄρχω]]] [[leider van de drinkpartij]], [[symposiarch]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 14:55, 8 January 2023
English (LSJ)
ὁ, symposiarch, president of a drinking-party, toastmaster, X.An.6.1.30, Alex.21, Plu.2.208b, 620f, OGI646.14 (Palmyra, iii A.D.), etc.; also συμποσιάρχης, ου, ο, Supp.Epigr.7.151,168 (ibid., ii A.D.). Cf. συμποτικός.
German (Pape)
[Seite 989] ὁ, auch συμποσιάρχης, der magister bibendi, der Zechmeister, der beim Trinkgelage od. Schmause Alles anzuordnen hat; Xen. An. 5, 9, 30; Plut. Symp. 1, 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
président d'un banquet.
Étymologie: συμπόσιον, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμποσίαρχος -οῦ, ὁ [συμπόσιον, ἄρχω] leider van de drinkpartij, symposiarch.
Russian (Dvoretsky)
συμποσίαρχος: ὁ председатель пира, распорядитель попойки Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συμποσίαρχος: ὁ, ὁ πρόεδρος συμποσίου ἢ συμποτῶν, Λατ. rex convivii ἢ magister bilendi, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 30· οὐ συμποσίαρχος ἦν γὰρ ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας, κυάθους προπίνων εἴκοσιν Ἄλεξ. ἐν «Ἀποκοπτομένῳ» 2, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4485. 15, Πλούτ., κλπ.· ὡσαύτως, συμποσιάρχης, ου, ὁ, ὁ αὐτ. 2. 620Ε, Συλλ. Ἐπιγραφ. 2163· ― ὅθεν συμποσιαρχέω, εἶμαι συμποσίαρχος, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 12, Πλουτ. 2. 620C καὶ συμποσιαρχία, ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ συμποσιάρχου, αὐτόθι 620Α· ― Πρβλ. συμποτικός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που προεξάρχει σε συμπόσιο, που διευθύνει το συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + -αρχος].
Greek Monotonic
συμποσίαρχος: ὁ, αυτός που προΐσταται του συμποσίου, που αναγγέλλει την πρόποση, Λατ. magister bibendi, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
συμποσί-αρχος, ὁ,
the president of a drinking-party, toastmaster, Lat. magister bibendi, Xen., etc.