εὐμενέτης: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evmenetis | |Transliteration C=evmenetis | ||
|Beta Code=eu)mene/ths | |Beta Code=eu)mene/ths | ||
|Definition= | |Definition=εὐμενέτου, ὁ, <b class="b3">poet.</b> for [[εὐμενής]], [[well-wisher]], [[χάρμα]]τα δ' εὐμενέτῃσι Od.6.185, ''IG'' 12(8).23 (Lemnos, ii A. D.):—fem. [[εὐμενέτειρα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />bienveillant, ami.<br />'''Étymologie:''' [[εὐμενής]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[bienveillant]], [[ami]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐμενής]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐμενέτου, ὁ, poet. for εὐμενής, well-wisher, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι Od.6.185, IG 12(8).23 (Lemnos, ii A. D.):—fem. εὐμενέτειρα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1080] ὁ, der Wohlwollende, Freund, Hom. Odyss. 6, 185; Opp. H. 5, 45.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
bienveillant, ami.
Étymologie: εὐμενής.
Russian (Dvoretsky)
εὐμενέτης: ου adj. Hom. = εὐμενής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμενέτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ εὐμενής, ὁ εὐμενῶς διακείμενος, χάρματα δ’ εὐμενέτῃσι χαραὶ δὲ τοῖς εὐμενῶς διακειμένοις, δηλ. τοῖς φίλοις, Ὀδ. Ζ. 185. ― θηλ. εὐμενέτειρα παρ’ Ἡσυχ.
English (Autenrieth)
= εὐμενής, Od. 6.185 (opp. δυσμενής, 184).
Greek Monolingual
εὐμενέτης, ὁ, θηλ. εὐμενέτειρα (Α)
(ποιητ. τ. του ευμενής) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ' εὐμενέτῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. -έτης δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (πρβλ. επικ. ηχ-έτα «ηχηρός», οικ-έτης «υπηρέτης που ανήκει στον οίκο»)].
Greek Monotonic
εὐμενέτης: -ου, ὁ, Επικ. αντί εὐμενής, ειλικρινής φίλος, οπαδός, καλοθελητής, εὐμενέτῃσι (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
εὐμενέτης, ου, [epic for εὐμενής,]
a well-wisher, εὐμενέτῃσι (epic dat. pl.) Od.