νεοσπάς: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neospas | |Transliteration C=neospas | ||
|Beta Code=neospa/s | |Beta Code=neospa/s | ||
|Definition= | |Definition=νεοσπάδος, ὁ, ἡ, [[newly torn away]], [[fresh-plucked]], θαλλοί [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''1201, cf. ''Fr.''502. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεοσπάς]], ό και ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[πριν]] από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, [[φρεσκοκομμένος]] («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖς», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπάς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπαδ</i>- του [[σπάω]]), | |mltxt=[[νεοσπάς]], ό και ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[πριν]] από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, [[φρεσκοκομμένος]] («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖς», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπάς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπαδ</i>- του [[σπάω]]), [[πρβλ]]. [[οδυνοσπάς]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 07:44, 13 November 2024
English (LSJ)
νεοσπάδος, ὁ, ἡ, newly torn away, fresh-plucked, θαλλοί S.Ant.1201, cf. Fr.502.
German (Pape)
[Seite 244] άδος, = Folgdm, ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖς, Soph. Ant. 1188, vgl. frg. 445.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
nouvellement arraché (rameau).
Étymologie: νέος, σπάω.
Russian (Dvoretsky)
νεοσπάς: άδος adj. свежесорванный (θαλλοί Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
νεοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ νεωστὶ ἀποσπασθείς, ἀποκοπείς, θαλλὸς Σοφ. Ἀντ. 1201, Ἀποσπ. 445·Ϗ πρβλ. ἀποσπάς.
Greek Monolingual
νεοσπάς, ό και ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που πριν από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, φρεσκοκομμένος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σπάς (< θ. σπαδ- του σπάω), πρβλ. οδυνοσπάς].
Greek Monotonic
νεοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, αυτός που μόλις ξεριζώθηκε, αποσπάστηκε, αποκόπηκε, σε Σοφ.
Middle Liddell
νεοσ-πάς, άδος,
fresh-plucked, Soph.