παρατέμνω: Difference between revisions
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paratemno | |Transliteration C=paratemno | ||
|Beta Code=parate/mnw | |Beta Code=parate/mnw | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. παρατεμῶ, Lacon.<br><span class="bld">A</span> παρταμῶ Ar.''Lys.'' 116 cod. R:—[[cut off at the side]], <b class="b3">π. τινὸς θἤμισυ</b> [[cut off]] half [[from]].., Ar. 1. c. and 132; τυροῦ τροφάλια Alex. 172.12, cf. Posidon.15 J.; [[cut a rebate in]] an ἀκρογείσιον, π. ἐκ τοῦ ἔνδοθεν πάχος ἱμάντος ''IG'' 22.463.65: c. gen. partit., [[cut off part of]]... Aristid.''Or.''48(24).27:—Pass., [ξύλα] παρατετμημένα planks [[with rebates cut in them]], IG11(2).287 ''B'' 147,150 (Delos, iii B. C.).<br><span class="bld">2</span>. [[cut amiss]], [[make a wrong cut]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.3.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρατέμνω:''' Επικ. αντί [[παρατέμνω]]· παρτᾰμών, αντί <i>παραταμών</i>, μτχ. αορ. | |lsmtext='''παρατέμνω:''' Επικ. αντί [[παρατέμνω]]· παρτᾰμών, αντί <i>παραταμών</i>, μτχ. αορ. βʹ. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρα- | |elnltext=παρα-τέμνω afsnijden. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:23, 1 November 2024
English (LSJ)
fut. παρατεμῶ, Lacon.
A παρταμῶ Ar.Lys. 116 cod. R:—cut off at the side, π. τινὸς θἤμισυ cut off half from.., Ar. 1. c. and 132; τυροῦ τροφάλια Alex. 172.12, cf. Posidon.15 J.; cut a rebate in an ἀκρογείσιον, π. ἐκ τοῦ ἔνδοθεν πάχος ἱμάντος IG 22.463.65: c. gen. partit., cut off part of... Aristid.Or.48(24).27:—Pass., [ξύλα] παρατετμημένα planks with rebates cut in them, IG11(2).287 B 147,150 (Delos, iii B. C.).
2. cut amiss, make a wrong cut, Thphr. HP 6.3.2.
German (Pape)
[Seite 502] (s. τέμνω), daneben, an der Seite od. der Länge nach schneiden od. abschneiden; παρταμοῦσα θἤμισυ, Ar. Lys. 116. 132; Posidon. bei Ath. IV, 152 a; Theophr. u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
παρατέμνω: (fut. παρατεμῶ - лак. παρταμῶ) срезывать, отрезать (θἤμισύ τινος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
παρατέμνω: μέλλ. -τεμῶ, Λακων. παρταμῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 117. Ἀποκόπτω κατὰ τὰ πλάγια, π. τινὸς θἤμισυ, ἀποκόπτω τὸ ἥμισυ ἀπὸ .., Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 132· τυροῦ τροφάλια χλὼ παρατεμὼν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1. 12, πρβλ. μαχαιρίῳ μικρῷ παρατέμνοντες Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 152Α· μετὰ γεν. διαιρετ., ἀποκόπτω μέρος τινός, δεῖ δὲ καὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῦ παντὸς Ἀριστείδ. 1. 297. 2) κόπτω ἐσφαλμένως, κάμνω σφάλμα κατὰ τὴν κοπήν, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 6. 3, 2.
Greek Monolingual
Α
1. κόβω από τα πλάγια ή κατά μήκος ή κατά τα άκρα
2. (με γεν. διαιρ.) κόβω ένα μέρος από κάτι («δεῖ καὶ τοῦ σώματος αὐτοῦ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῦ παντός», Αριστείο.)
3. κόβω λοξά («ξύλα παρατετμημένα», επιγρ.)
4. κόβω εσφαλμένα, κάνω λάθος κατά την κοπή («οὐκ ἔστι γὰρ οὔτε παρατέμνειν οὔτε πλεῖον τῶν τεταγμένων», Θεόφρ.).
Greek Monotonic
παρατέμνω: Επικ. αντί παρατέμνω· παρτᾰμών, αντί παραταμών, μτχ. αορ. βʹ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-τέμνω afsnijden.