πρόσφυγος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosfygos
|Transliteration C=prosfygos
|Beta Code=pro/sfugos
|Beta Code=pro/sfugos
|Definition=ον, [[fleeing for refuge]], <span class="bibl">Aesop.417</span>, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Hdn.5.3.10</span>.
|Definition=πρόσφυγον, [[fleeing for refuge]], Aesop.417, [[varia lectio|v.l.]] in Hdn.5.3.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που καταφεύγει [[κάπου]] για [[ασφάλεια]] και [[προστασία]] («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι [[πρόσφυγος]] ἦν», Κ. Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για θεματ. [[μορφή]] του [[πρόσφυξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>οψί</i>-<i>φυγος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που καταφεύγει [[κάπου]] για [[ασφάλεια]] και [[προστασία]] («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι [[πρόσφυγος]] ἦν», Κ. Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για θεματ. [[μορφή]] του [[πρόσφυξ]] ([[πρβλ]]. [[οψίφυγος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσφῠγος Medium diacritics: πρόσφυγος Low diacritics: πρόσφυγος Capitals: ΠΡΟΣΦΥΓΟΣ
Transliteration A: prósphygos Transliteration B: prosphygos Transliteration C: prosfygos Beta Code: pro/sfugos

English (LSJ)

πρόσφυγον, fleeing for refuge, Aesop.417, v.l. in Hdn.5.3.10.

German (Pape)

[Seite 787] zu Einem od. wohin fliehend, Aesop.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui se réfugie auprès de, qui cherche asile ou protection.
Étymologie: πρός, φυγή.

Russian (Dvoretsky)

πρόσφῠγος: ищущий убежища Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφῠγος: -ον, ὁ καταφεύγων που πρὸς ἀσφάλειαν, πρόσφυξ, Κ. Πορφύρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 227, Αἰσώπ. Μῦθ. 39.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που καταφεύγει κάπου για ασφάλεια και προστασία («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι πρόσφυγος ἦν», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για θεματ. μορφή του πρόσφυξ (πρβλ. οψίφυγος)].