φαγεδαινικός: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fagedainikos
|Transliteration C=fagedainikos
|Beta Code=fagedainiko/s
|Beta Code=fagedainiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of the nature of a cancer]], πάθη Plu.2.1087e; ἕλκη Dsc.2.78, 5.112, cf. Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.46.22.3</span>, Gal.6.750, 815. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[of morbid hunger]], Gloss.</span>
|Definition=φαγεδαινική, φαγεδαινικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of the nature of a cancer]], πάθη Plu.2.1087e; ἕλκη Dsc.2.78, 5.112, cf. Heliod. ap. Orib.46.22.3, Gal.6.750, 815.<br><span class="bld">II</span> [[of morbid hunger]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />rongeur.<br />'''Étymologie:''' [[φαγέδαινα]].
|btext=ή, όν :<br />[[rongeur]].<br />'''Étymologie:''' [[φαγέδαινα]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰγεδαινικός Medium diacritics: φαγεδαινικός Low diacritics: φαγεδαινικός Capitals: ΦΑΓΕΔΑΙΝΙΚΟΣ
Transliteration A: phagedainikós Transliteration B: phagedainikos Transliteration C: fagedainikos Beta Code: fagedainiko/s

English (LSJ)

φαγεδαινική, φαγεδαινικόν,
A of the nature of a cancer, πάθη Plu.2.1087e; ἕλκη Dsc.2.78, 5.112, cf. Heliod. ap. Orib.46.22.3, Gal.6.750, 815.
II of morbid hunger, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1249] wie ein krebsartiges Geschwür um sich fressend, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
rongeur.
Étymologie: φαγέδαινα.

Russian (Dvoretsky)

φᾰγεδαινικός: мед. фагеденический, разъедающий (ῥεύματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φᾰγεδαινικός: -ή, -όν, καρκινώδης, Πλούτ. 2. 1087Ε· φαγεδαινικὰ ἕλκη Διοσκ. 2. 96, σ. 221, Kühn.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φαγεδαινικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φαγέδαινα
1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαγέδαινα
2. ιατρ. (για έλκος και γενικά για αλλοίωση) αυτός που έχει χαρακτήρα φαγέδαινας, αυτός που επεκτείνεται επιφανειακά, καταστρέφοντας το καλυπτήριο σύστημα, ή κατά βάθος, αποκαλύπτοντας τους υποκείμενους ιστούς («φαγεδαινικὰ ἕλκη», Διοσκ.).