ἀναξηραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaksiraino
|Transliteration C=anaksiraino
|Beta Code=a)nachrai/nw
|Beta Code=a)nachrai/nw
|Definition=fut. <b class="b3">-ᾰνῶ</b>: aor. [[ἀνέξηρᾱνα]], Ion. <b class="b3">-ηνα</b>, Ep. subj. [[ἀγξηράνῃ]]:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dry up]], ὡς δ' ὅτ' ὀπωρινὸς Βορέης . . ἀλωὴν αἶψ' ἀγξηράνῃ <span class="bibl">Il.21.347</span>; <b class="b3">τὰ ὑποζύγια ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε [τὴν λίμνην</b>] <span class="bibl">Hdt.7.109</span>:—Pass., Hp.Aër.8, <span class="bibl">Phylarch.50</span>, <span class="bibl">Ph.2.511</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[consume]], [[exhaust]], οἶκον ἀ. ὀδόντες <span class="bibl">Call.<span class="title">Cer.</span>114</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[dry again]], after bathing, in Pass., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>65</span>.</span>
|Definition=fut. -ᾰνῶ: aor. ἀνέξηρᾱνα, Ion. -ηνα, Ep. subj. [[ἀγξηράνῃ]]:—<br><span class="bld">A</span> [[dry up]], ὡς δ' ὅτ' ὀπωρινὸς Βορέης.. ἀλωὴν αἶψ' ἀγξηράνῃ Il.21.347; <b class="b3">τὰ ὑποζύγια ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε [τὴν λίμνην]</b> [[Herodotus|Hdt.]]7.109:—Pass., Hp.Aër.8, Phylarch.50, Ph.2.511, etc.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[consume]], [[exhaust]], οἶκον ἀ. ὀδόντες Call.''Cer.''114.<br><span class="bld">II</span> [[dry again]], after bathing, in Pass., Hp.''Acut.''65.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναξηρανῶ, <i>ao.</i> ἀνεξήρανα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἀνεξηράνθην, <i>pf.</i> ἀνεξήεραμμαι;<br />mettre à sec, dessécher.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ξηραίνω]].
|btext=<i>f.</i> ἀναξηρανῶ, <i>ao.</i> ἀνεξήρανα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἀνεξηράνθην, <i>pf.</i> ἀνεξήεραμμαι;<br />[[mettre à sec]], [[dessécher]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ξηραίνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀναξηραίνω]]) (Ν και [[αναξεραίνω]])<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[ξερό]], [[ξεραίνω]] εντελώς, [[αποξηραίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[χάνω]] την υγρότητά μου ή τη [[δροσερότητα]] μου, μαραίνομαι, [[στεγνώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] σε [[εξάντληση]], σε μαρασμό<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> σκουπίζομαι, στεγνώνομαι [[μετά]] το [[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ξηραίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναξήρανση]] (-<i>ις</i>), [[αναξηραντικός]] <b>αρχ.</b> [[ἀναξηρασία]]).
|mltxt=(Α [[ἀναξηραίνω]]) (Ν και [[αναξεραίνω]])<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[ξερό]], [[ξεραίνω]] εντελώς, [[αποξηραίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[χάνω]] την υγρότητά μου ή τη [[δροσερότητα]] μου, μαραίνομαι, [[στεγνώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] σε [[εξάντληση]], σε μαρασμό<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> σκουπίζομαι, στεγνώνομαι [[μετά]] το [[λουτρό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ξηραίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναξήρανση]] (-<i>ις</i>), [[αναξηραντικός]] <b>αρχ.</b> [[ἀναξηρασία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναξηραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἀνεξήρᾱνα</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>ἀγξηράνῃ</i>· [[αποξηραίνω]], [[καταξηραίνω]], λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αποξηραίνω]] ποταμό, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀναξηραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἀνεξήρᾱνα</i>, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>ἀγξηράνῃ</i>· [[αποξηραίνω]], [[καταξηραίνω]], λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αποξηραίνω]] ποταμό, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to dry up things, of the [[wind]], Il.; to dry up a [[stream]], Hdt.
|mdlsjtxt=to dry up things, of the [[wind]], Il.; to dry up a [[stream]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξηραίνω Medium diacritics: ἀναξηραίνω Low diacritics: αναξηραίνω Capitals: ΑΝΑΞΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: anaxēraínō Transliteration B: anaxērainō Transliteration C: anaksiraino Beta Code: a)nachrai/nw

English (LSJ)

fut. -ᾰνῶ: aor. ἀνέξηρᾱνα, Ion. -ηνα, Ep. subj. ἀγξηράνῃ:—
A dry up, ὡς δ' ὅτ' ὀπωρινὸς Βορέης.. ἀλωὴν αἶψ' ἀγξηράνῃ Il.21.347; τὰ ὑποζύγια ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε [τὴν λίμνην] Hdt.7.109:—Pass., Hp.Aër.8, Phylarch.50, Ph.2.511, etc.
2 metaph., consume, exhaust, οἶκον ἀ. ὀδόντες Call.Cer.114.
II dry again, after bathing, in Pass., Hp.Acut.65.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀγξ- Il.21.347
1 secar ἀλωήν Il.l.c. (τὴν λίμνην) τὰ ὑποζύγια ... ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε Hdt.7.109
en v. med.-pas. ὅταν ... ἡ ... ὑγρότης ... ἀναξηρανθῇ Hippo A 11, κεφαλὴν ... ἀνεξηράνθαι χρή Hp.Acut.65, τὸ ἕλος Phylarch.65
evaporarse del agua ὑπὸ τῆς πήξιος ... ἀναξηραίνεται τὸ κουφότατον Hp.Aër.8.
2 fig. consumir οἶκον ὀδόντες Call.Cer.113.

German (Pape)

[Seite 200] auf-, austrocknen, ὡς δ' ὅτ' ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδέ' ἀλωὴν αἶψ' ἀγξηράνῃ Iliad. 21, 347; ποταμόν Her. 7, 109; Callim. Cer. 114 übh. aufzehren; auch Plut.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναξηρανῶ, ao. ἀνεξήρανα, pf. inus.
Pass. ao. ἀνεξηράνθην, pf. ἀνεξήεραμμαι;
mettre à sec, dessécher.
Étymologie: ἀνά, ξηραίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναξηραίνω: сушить, высушивать (ἀλωήν Hom.; ποταμόν Her.; ῥεῖθρον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξηραίνω: μέλλ. - ᾰνῶ: ἀόρ. ἀνεξήρᾱνα. Ἐπι. ὑποτακτ. ἀγξηράνη: = καταξηραίνω, ὡς δ’ ὅτ’ ὁπωρινὸς Βορέης ... ἀλωὴν αἶψ’ ἀγξηράνῃ Ἰλ. Φ. 347· τὰ ὑποζύγια ... ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε [τὴν λίμνην] Ἡρόδ. 7. 109: - Παθ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 285, κτλ. 2) μεταφ., καταναλίσκω, δαπανῶ, ἐξαντλῶ, ἀλλ’ ὅτε τὸν βαθὺν οἶκον ἀνεξήραναν ὀδόντες Καλλ. εἰς Δήμ. 114. ΙΙ. Παθ., στεγνώνομαι σπογγιζόμενος μετὰ τὸ λουτρόν, τὴν κεφαλὴν μέντοι ἀνεξηράνθαι χρὴ ὡς οἷόν τε μάλιστα ὑπὸ σπόγγου Ἱππ. π. διαιτ. ὀξέων 395.

English (Autenrieth)

aor. subj. ἀγξηράνῃ: dry up, Il. 21.347†.

Greek Monolingual

ἀναξηραίνω) (Ν και αναξεραίνω)
κάνω κάτι ξερό, ξεραίνω εντελώς, αποξηραίνω
νεοελλ.
μέσ. χάνω την υγρότητά μου ή τη δροσερότητα μου, μαραίνομαι, στεγνώνω
αρχ.
1. οδηγώ σε εξάντληση, σε μαρασμό
2. παθ. σκουπίζομαι, στεγνώνομαι μετά το λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ξηραίνω.
ΠΑΡ. αναξήρανση (-ις), αναξηραντικός αρχ. ἀναξηρασία].

Greek Monotonic

ἀναξηραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἀνεξήρᾱνα, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. ἀγξηράνῃ· αποξηραίνω, καταξηραίνω, λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· αποξηραίνω ποταμό, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

to dry up things, of the wind, Il.; to dry up a stream, Hdt.