ῥινόσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rinosimos
|Transliteration C=rinosimos
|Beta Code=r(ino/simos
|Beta Code=r(ino/simos
|Definition=ον, (ῥίς) [[snub-nosed]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Bacch.</span>2</span>.
|Definition=ῥινόσιμον, ([[ῥίς]]) [[snub-nosed]], Luc.''Bacch.''2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au nez camus.<br />'''Étymologie:''' [[ῥίς]], [[σιμός]].
|btext=ος, ον :<br />[[au nez camus]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥίς]], [[σιμός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνόσῑμος Medium diacritics: ῥινόσιμος Low diacritics: ρινόσιμος Capitals: ΡΙΝΟΣΙΜΟΣ
Transliteration A: rhinósimos Transliteration B: rhinosimos Transliteration C: rinosimos Beta Code: r(ino/simos

English (LSJ)

ῥινόσιμον, (ῥίς) snub-nosed, Luc.Bacch.2.

German (Pape)

[Seite 844] stumpfnasig, Luc. Bacch. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au nez camus.
Étymologie: ῥίς, σιμός.

Russian (Dvoretsky)

ῥῑνόσῑμος: курносый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνόσῑμος: -ον, (ῥὶς) ὁ σιμὸς τὴν ῥῖνα, Λουκ. Διόνυσος 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιμή, πλακουτσωτή μύτη, πλακουτσωμύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + σιμός «αυτός που έχει πλακουτσωτή μύτη»].

Greek Monotonic

ῥῑνόσῑμος: -ον (ῥίς), αυτός που βρίσκεται κοντά στη μύτη, αυτός που έχει κοντόχονδρη ή ανασηκωμένη μύτη, πλακουτσομύτης, σε Λουκ.

Middle Liddell

ῥῑνό-σῑμος, ον, [ῥίς]
snub-nosed, Luc.