protección: Difference between revisions
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
(CSV import) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ | |sltx=[[ἀλέα]], [[ἀλέξημα]], [[τὸ ἀλεξητήριον]], [[ἀλεξητήριον]], [[ἄλεξις]], [[ἀλεωρά]], [[ἀλεωρία]], [[ἄλκαρ]], [[ἀλκή]], [[ἀμυντήριον]], [[τὸ ἀμυντήριον]], [[ἀντίληψις]], [[ἀποστέγασμα]], [[ἀποστέγησις]], [[ἄρκος]], [[ἀρωγά]], [[ἀρωγή]], [[ἀσπίς]], [[ἀσφάλεια]], [[διαφύλαξις]], [[εἶλαρ]], [[ἐκβοήθησις]], [[ἔμφραγμα]], [[ἐπικούρημα]], [[ἐπικούρησις]], [[ἐπιτροπία]], [[προστασία]], [[ῥῦμα]], [[σκέπασις]], [[σκέπη]], [[ὑπερασπισμός]], [[φράγμα]], [[φύλαγμα]], [[φυλακεία]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:16, 24 November 2022
Spanish > Greek
ἀλέα, ἀλέξημα, τὸ ἀλεξητήριον, ἀλεξητήριον, ἄλεξις, ἀλεωρά, ἀλεωρία, ἄλκαρ, ἀλκή, ἀμυντήριον, τὸ ἀμυντήριον, ἀντίληψις, ἀποστέγασμα, ἀποστέγησις, ἄρκος, ἀρωγά, ἀρωγή, ἀσπίς, ἀσφάλεια, διαφύλαξις, εἶλαρ, ἐκβοήθησις, ἔμφραγμα, ἐπικούρημα, ἐπικούρησις, ἐπιτροπία, προστασία, ῥῦμα, σκέπασις, σκέπη, ὑπερασπισμός, φράγμα, φύλαγμα, φυλακεία