τροχάδην: Difference between revisions
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trochadin | |Transliteration C=trochadin | ||
|Beta Code=troxa/dhn | |Beta Code=troxa/dhn | ||
|Definition=Adv., (τρέχω) [[running]], βαίνειν | |Definition=Adv., ([[τρέχω]]) [[running]], βαίνειν ''Epigr.Gr.''288 (Cyprus), A.D.''Adv.''198.4. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> τρέχοντας, δρομαίως (α. «έφυγε [[τροχάδην]]» β. «[[τρόχος]] [[τροχάδην]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με βιαστικό τρόπο, [[γρήγορα]] [[γρήγορα]] («διάβασέ το [[τροχάδην]]»)<br /><b>2.</b> γυμναστικό [[παράγγελμα]] για [[τρέξιμο]] με μέτρια [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] ή [[τρόχος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[άδην]] ( | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> τρέχοντας, δρομαίως (α. «έφυγε [[τροχάδην]]» β. «[[τρόχος]] [[τροχάδην]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με βιαστικό τρόπο, [[γρήγορα]] [[γρήγορα]] («διάβασέ το [[τροχάδην]]»)<br /><b>2.</b> γυμναστικό [[παράγγελμα]] για [[τρέξιμο]] με μέτρια [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροχός]] ή [[τρόχος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[άδην]] ([[πρβλ]]. [[τροπάδην]])]. | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό [[τρέχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=Ἀπό τό [[τρέχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adv., <i>[[laufend]], im Lauf</i>, Apoll.Dysc. <i>adv</i>. p. 611. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., (τρέχω) running, βαίνειν Epigr.Gr.288 (Cyprus), A.D.Adv.198.4.
Greek (Liddell-Scott)
τροχάδην: [ᾰ], ἐπίρρ., (τρέχω) δρομάδην, τρεχᾶτα, σχηματισθὲν κατὰ τὰ λογάδην, σποράδην, Συλλ. Ἐπιγρ. 2647· τρόχος, τροχάδην Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 611, 25.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. τρέχοντας, δρομαίως (α. «έφυγε τροχάδην» β. «τρόχος τροχάδην», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
1. με βιαστικό τρόπο, γρήγορα γρήγορα («διάβασέ το τροχάδην»)
2. γυμναστικό παράγγελμα για τρέξιμο με μέτρια ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροπάδην)].
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
German (Pape)
adv., laufend, im Lauf, Apoll.Dysc. adv. p. 611.