διορθωτής: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
(4) |
mNo edit summary |
||
(28 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diorthotis | |Transliteration C=diorthotis | ||
|Beta Code=diorqwth/s | |Beta Code=diorqwth/s | ||
|Definition= | |Definition=διορθωτοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> a [[corrector]], διορθωτὴς τῶν σοφῶν [[LXX]] ''Wi.''7.15; διορθωτὴς τῆς πολιτείας Plu.''Sol.''16; = Lat. [[corrector civitatium]], Arr.''Epict.''3.7.1.<br><span class="bld">2</span> esp. of [[book]]s, [[editor]], [[reviser]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.6, Gal.8.758. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=διορθωτοῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[reformador]], [[enderezador]] de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.<i>Sol</i>.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης διορθωτής Pall.<i>V.Chrys</i>.12.335, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.1.8.67.3<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[corrector]] φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας ἀκούσιον μίασμα θεραπευέτω = y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad, <i>Arsameia</i> 203 (I a.C.).<br /><b class="num">2</b> filol. [[revisor]] τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.<i>Barn</i>.661<br /><b class="num">•</b>[[autor de una edición crítica]], [[editor]] ὁ διορθωτὴς λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.<i>Sp</i>.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.<i>Il</i>.7.238c.<br /><b class="num">II</b> jur. y admin.<br /><b class="num">1</b> οἱ [[διορθωταί]] = [[correctores]] miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos <i>Gonnoi</i> 112.2 (III a.C.), prob. en Delos <i>IG</i> 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. [[διορθωτήρ]].<br /><b class="num">2</b> en la admin. rom.:<br /><b class="num">a)</b> [[corrector]], lat. <i>[[legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum]]</i> magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias = διορθωτὴς τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.<i>Epict</i>.3.7.1, διορθωτὴς καὶ [[λογιστής]] <i>OGI</i> 543.19 (Ancira II d.C.), ἡγεμόνα καὶ διορθωτήν ... τῆς Ἑλλάδος <i>IG</i> 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. <i>RECAM</i> 2.414.9 (Ancira III d.C.);<br /><b class="num">b)</b> [[consultor]], lat. <i>[[uir rei publicae constituendae]]</i> πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=διορθωτοῦ (ὁ) :<br />[[réformateur]].<br />'''Étymologie:''' [[διορθόω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Verbesserer]]</i>, τῆς πολιτείας, heißt Solon Plut. <i>Sol</i>. 16. – Vom [[Verbesserer]] eines Buches, der eine berichtigte [[Ausgabe]] [[besorgt]], Galen. und Schol. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διορθωτής:''' διορθωτοῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[реформатор]] (διορθωτὴς καὶ [[νομοθέτης]] τῆς πολιτείας Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[исправитель]], [[редактор]] (τῶν ποιημάτων Diod.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διορθωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, [[ἐπανορθωτής]], Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[διορθωτής]]) [[διορθώ]]<br />αυτός που διορθώνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη [[διόρθωση]] δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών<br /><b>2.</b> διορθωτήρας<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που αποκαθιστά την ορθή [[γραφή]] στα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων<br /><b>μσν.</b><br />[[ρυθμιστής]], [[διοικητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύμβουλος]], [[επιμελητής]]<br /><b>2.</b> [[ανορθωτής]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διορθωτής:''' διορθωτοῦ, ὁ, [[διορθωτής]], [[επανορθωτής]], σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[διορθωτής]], διορθωτοῦ, <i>n</i> [from [[διορθόω]]<br />a [[corrector]], [[reformer]], Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:22, 22 May 2024
English (LSJ)
διορθωτοῦ, ὁ,
A a corrector, διορθωτὴς τῶν σοφῶν LXX Wi.7.15; διορθωτὴς τῆς πολιτείας Plu.Sol.16; = Lat. corrector civitatium, Arr.Epict.3.7.1.
2 esp. of books, editor, reviser, D.S.15.6, Gal.8.758.
Spanish (DGE)
διορθωτοῦ, ὁ
I 1reformador, enderezador de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.Sol.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης διορθωτής Pall.V.Chrys.12.335, cf. Clem.Al.Paed.1.8.67.3
•de abstr. corrector φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας ἀκούσιον μίασμα θεραπευέτω = y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad, Arsameia 203 (I a.C.).
2 filol. revisor τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί D.S.15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.Barn.661
•autor de una edición crítica, editor ὁ διορθωτὴς λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.Sp.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.Il.7.238c.
II jur. y admin.
1 οἱ διορθωταί = correctores miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos Gonnoi 112.2 (III a.C.), prob. en Delos IG 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. διορθωτήρ.
2 en la admin. rom.:
a) corrector, lat. legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias = διορθωτὴς τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.Epict.3.7.1, διορθωτὴς καὶ λογιστής OGI 543.19 (Ancira II d.C.), ἡγεμόνα καὶ διορθωτήν ... τῆς Ἑλλάδος IG 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. RECAM 2.414.9 (Ancira III d.C.);
b) consultor, lat. uir rei publicae constituendae πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3.
French (Bailly abrégé)
διορθωτοῦ (ὁ) :
réformateur.
Étymologie: διορθόω.
German (Pape)
ὁ, Verbesserer, τῆς πολιτείας, heißt Solon Plut. Sol. 16. – Vom Verbesserer eines Buches, der eine berichtigte Ausgabe besorgt, Galen. und Schol.
Russian (Dvoretsky)
διορθωτής: διορθωτοῦ ὁ
1 реформатор (διορθωτὴς καὶ νομοθέτης τῆς πολιτείας Plut.);
2 исправитель, редактор (τῶν ποιημάτων Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
διορθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, ἐπανορθωτής, Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239.
Greek Monolingual
ο (AM διορθωτής) διορθώ
αυτός που διορθώνει κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διόρθωση δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών
2. διορθωτήρας
αρχ.-μσν.
αυτός που αποκαθιστά την ορθή γραφή στα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων
μσν.
ρυθμιστής, διοικητής
αρχ.
1. σύμβουλος, επιμελητής
2. ανορθωτής.
Greek Monotonic
διορθωτής: διορθωτοῦ, ὁ, διορθωτής, επανορθωτής, σε Πλούτ.
Middle Liddell
διορθωτής, διορθωτοῦ, n [from διορθόω
a corrector, reformer, Plut.