σκάλοψ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(CSV import)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skalops
|Transliteration C=skalops
|Beta Code=ska/loy
|Beta Code=ska/loy
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], οπος, ὁ</b>,= [[σπάλαξ]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>879</span>: Phot. cites [[σκάλωψ]] ([[σκάλοψ]]?) from <span class="bibl">Cratin.93</span>.
|Definition=[ᾰ], οπος, ὁ, = [[σπάλαξ]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''879: Phot. cites [[σκάλωψ]] ([[σκάλοψ]]?) from Cratin.93.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκάλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] mol (dier).
|elnltext=σκάλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] mol (dier).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκάλοψ:''' οπος (ᾰ) ὁ крот Arph.
|elrutext='''σκάλοψ:''' οπος (ᾰ) ὁ [[крот]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) ο τυφλοπόντικας, ο [[ασπάλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σπάλαξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[ασπάλακας]]), ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. [[σκάλλω]] με [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (<b>πρβλ.</b> <i>δρύ</i>-<i>οψ</i>, <i>έπ</i>-<i>οψ</i>)].
|mltxt=-οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) ο τυφλοπόντικας, ο [[ασπάλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. της λ. [[σπάλαξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[ασπάλακας]]), ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. [[σκάλλω]] με [[επίθημα]] -<i>οψ</i>, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (<b>πρβλ.</b> [[δρύοψ]], [[έποψ]])].
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-οπος (=τυφλοπόντικας). Ἀπό τό [[σκάλλω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
|mantxt=-οπος (=[[τυφλοπόντικας]]). Ἀπό τό [[σκάλλω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάλοψ Medium diacritics: σκάλοψ Low diacritics: σκάλοψ Capitals: ΣΚΑΛΟΨ
Transliteration A: skálops Transliteration B: skalops Transliteration C: skalops Beta Code: ska/loy

English (LSJ)

[ᾰ], οπος, ὁ, = σπάλαξ, Ar.Ach.879: Phot. cites σκάλωψ (σκάλοψ?) from Cratin.93.

German (Pape)

[Seite 888] οπος, ὁ, der Maulwurf, eigtl. der Schaufler, Gräber (σκάλλω); Ar. Ach. 844, Schol. σπάλακες; Cratin. bei Phot.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ) :
taupe, litt. « l'animal fouisseur ».
Étymologie: σκάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκάλοψ -οπος, ὁ [σκάλλω] mol (dier).

Russian (Dvoretsky)

σκάλοψ: οπος (ᾰ) ὁ крот Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλοψ: -οπος, ὁ, (ἴδε σκάλλω), δηλ. ὁ ἀσπάλαξ, «ζῷον γεωρύχον, τυφλὸν» Ἡσύχ., (Ἀρχ. Ἀγγλ. mould warp, ὁ ἀνασκάπτων γῆν, ἐπισωρεύων χῶμα), Ἀριστοφ. Ἀχ. 879· πρβλ. σπάλαξ· ὁ Φώτ. μνημονεύει τύπον σκάλωψ (σκάλοψ;) ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 6.

Greek Monolingual

-οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α
(λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω με επίθημα -οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύοψ, έποψ)].

Frisk Etymological English

See also: s. σκόλοψ.

Middle Liddell

σκάλοψ, οπος, σκάλλω
the digger, i. e. the mole, Ar.

Frisk Etymology German

σκάλοψ: {skálops}
See also: s. σκόλοψ.
Page 2,716

English (Woodhouse)

animal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-οπος (=τυφλοπόντικας). Ἀπό τό σκάλλω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.