μενεδήιος: Difference between revisions
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μενεδήϊος]], δωρ. τ. [[μενεδάϊος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν εγκαταλείπει τη [[θέση]] του [[κατά]] τη [[μάχη]], [[γενναίος]], [[ανδρείος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[δήϊος]] «[[εχθρικός]], [[φοβερός]]» ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μενεδήϊος]], δωρ. τ. [[μενεδάϊος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν εγκαταλείπει τη [[θέση]] του [[κατά]] τη [[μάχη]], [[γενναίος]], [[ανδρείος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεν</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[δήϊος]] «[[εχθρικός]], [[φοβερός]]» ([[πρβλ]]. [[αδήιος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 16:15, 8 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
μενεδήιος: -ον, ὁ τηρῶν ἐν τῇ μάχῃ τὴν θέσιν του ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, κερτερικός, γενναῖος, ἀνδρεῖος, Ἰλ. Μ. 247, Ν. 228· Δωρ. -δάϊος, Ἀνθ. Π. 7. 208.
English (Autenrieth)
(μένω): withstanding the enemy, steadfast, brave, Il. 12.247 and Il. 13.228.
Greek Monolingual
μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. αδήιος)].
Middle Liddell
μενε-δήιος, ον
standing against the enemy, staunch, steadfast, Il.; doric -δάϊος, Anth.
Mantoulidis Etymological
(=γενναῖος). Ἀπό τό μένος + δήιος ἤ δάιος καί δᾷος (=ἐχθρικός). Τό δᾷος ἀπό τό δαίω (=καίω).