δυσπάριτος: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysparitos
|Transliteration C=dysparitos
|Beta Code=duspa/ritos
|Beta Code=duspa/ritos
|Definition=ον, [[hard to pass]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.1.25</span>.
|Definition=δυσπάριτον, [[hard to pass]], X.''An.''4.1.25.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπάρῐτος Medium diacritics: δυσπάριτος Low diacritics: δυσπάριτος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΙΤΟΣ
Transliteration A: dyspáritos Transliteration B: dysparitos Transliteration C: dysparitos Beta Code: duspa/ritos

English (LSJ)

δυσπάριτον, hard to pass, X.An.4.1.25.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, de paso difícil χωρίον X.An.4.1.25, τελματώδης τε καὶ δ. (ὁδός) Procop.Aed.4.8.5, cf. 5.1.3, φρούριον Procop.Aed.4.10.27.

German (Pape)

[Seite 686] woran schwer vorbei zu gehen ist, χωρίον Xen. An. 4, 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on marche difficilement, difficile (route).
Étymologie: δυσ-, πάρειμι².

Russian (Dvoretsky)

δυσπάρῐτος: (ᾰ) труднопроходимый (χωρίον Xen. - v.l. δυσπόριστος и δύσβατος).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάρῐτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρέλθῃ ἢ διαβῇ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 1. 25.

Greek Monolingual

δυσπάριτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει ή να διαβεί.

Greek Monotonic

δυσπάρῐτος: -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, κακοτράχαλος, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-πάρῐτος, ον [παριέναι]
hard to pass, Xen.