θεριστής: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theristis | |Transliteration C=theristis | ||
|Beta Code=qeristh/s | |Beta Code=qeristh/s | ||
|Definition= | |Definition=θεριστοῦ, ὁ, = [[θεριστήρ]], X.''Hier.''6.10, D.18.51, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''580b20, ''PCair.Zen.'' 292.486 (iii B.C.): [[θερισταί]], οἱ, a satyric play of Euripides, Arg.E. ''Med.'' | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />moissonneur, faucheur.<br />'''Étymologie:''' [[θερίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[moissonneur]], [[faucheur]].<br />'''Étymologie:''' [[θερίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θεριστής:''' οῦ ὁ жнец, косец Xen., Dem., Arst., NT. | |elrutext='''θεριστής:''' οῦ ὁ [[жнец]], [[косец]] Xen., Dem., Arst., NT. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 21:52, 24 November 2023
English (LSJ)
θεριστοῦ, ὁ, = θεριστήρ, X.Hier.6.10, D.18.51, Arist.HA580b20, PCair.Zen. 292.486 (iii B.C.): θερισταί, οἱ, a satyric play of Euripides, Arg.E. Med.
German (Pape)
[Seite 1201] ὁ, = θεριστήρ; Dem. 18, 51; Arist. H. A. 6, 37 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
moissonneur, faucheur.
Étymologie: θερίζω.
Russian (Dvoretsky)
θεριστής: οῦ ὁ жнец, косец Xen., Dem., Arst., NT.
Greek (Liddell-Scott)
θεριστής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ θερίζων, Ξεν. Ἱερ. 6. 10. Δημ 242. 23, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 2: ― θερισταί, οἱ, σατυρικόν τι ἔργον τοῦ Εὐριπ.
English (Strong)
from θερίζω; a harvester: reaper.
English (Thayer)
θεριστου, ὁ (θερίζω), a reaper: Bel and the Dragon, 33; Xenophon, Demosthenes, Aristotle, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. θερίστρια και θερίστρα (ΑΜ θεριστής) θερίζω
αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό
νεοελλ.
1. αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο εξολοθρευτής («ο χάρος ο θεριστής»)
2. λαϊκή ονομασία του μήνα Ιουνίου, επειδή κατ' αυτόν γίνεται ο θερισμός
αρχ.
στον πληθ. Θερισταί
τίτλος σατυρικού έργου του Ευριπίδη.
Greek Monotonic
θεριστής: -οῦ, ὁ (θερίζω), αυτός που θερίζει, ο θεριστής, δρεπανιστής, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
θεριστής, οῦ, θερίζω
a reaper, harvester, Eur., Xen.
Chinese
原文音譯:qerist»j 帖里士帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:溫暖(的人)
字義溯源:收割者,收穫者,收割的人;源自(θερίζω)=收割);而 (θερίζω)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θερίζω)同源字
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編:
1) 收割的人(2) 太13:30; 太13:39