λῃστεία: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
m (pape replacement) |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=listeia | |Transliteration C=listeia | ||
|Beta Code=lh|stei/a | |Beta Code=lh|stei/a | ||
|Definition=ἡ, [[robbery]], [[piracy]], | |Definition=ἡ, [[robbery]], [[piracy]], Th.1.5, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''823e, etc.; <b class="b3">ἀπὸ λῃστείας βίον ἔχειν, ζῆν</b>, X.''An.''7.7.9, [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1256a36: in plural, πόλιν… κατὰ γῆν λῃστείαις πορθουμένην Th.8.40. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />brigandage, piraterie.<br />'''Étymologie:''' [[λῃστεύω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[brigandage]], [[piraterie]].<br />'''Étymologie:''' [[λῃστεύω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das [[Rauben]], [[Gewerbe]] eines Räubers</i>, ἐτράποντο πρὸς λῃστείαν, Thuc. 1.5; Plat. <i>Legg</i>. VII.823e; ἀπὸ λῃστείας [[ζῆν]], Arist. <i>Pol</i>. 1.5, wie βίον ἔχειν, Xen. <i>An</i>. 7.7.9; Sp. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ληστεία]]) [[ληστεύω]]<br />η [[αφαίρεση]] και [[οικειοποίηση]] ξένων χρημάτων ή κινητών πραγμάτων με την [[άσκηση]] σωματικής ή ψυχολογικής βίας (α. «[[κατά]] τη [[ληστεία]] της τράπεζας τραυματίστηκε ο [[ένας]] [[ταμίας]]» β. «λῃστείας τε [[ἵμερος]] ἐπελθὼν ὑμῖν θηρευτὰς ὠμοὺς καὶ ἀνοήτους | |mltxt=η (AM [[ληστεία]]) [[ληστεύω]]<br />η [[αφαίρεση]] και [[οικειοποίηση]] ξένων χρημάτων ή κινητών πραγμάτων με την [[άσκηση]] σωματικής ή ψυχολογικής βίας (α. «[[κατά]] τη [[ληστεία]] της τράπεζας τραυματίστηκε ο [[ένας]] [[ταμίας]]» β. «λῃστείας τε [[ἵμερος]] ἐπελθὼν ὑμῖν θηρευτὰς ὠμοὺς καὶ ἀνοήτους ἀποτελοῖ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[άσκηση]] του έργου τών ληστών, ο [[ληστρικός]] [[βίος]] («η [[δίωξη]] της ληστείας»)<br /><b>2.</b> αθέμιτη [[κερδοσκοπία]], υπερβολική [[αισχροκέρδεια]], [[αισχροκερδής]] [[άσκηση]] επαγγέλματος. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|woodrun=[[act of plundering]] | |woodrun=[[act of plundering]] | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lxth | ||
| | |lthtxt=''[[latrocinium]]'', [[robbery]], [[brigandage]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.5.1/ 1.5.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.5.3/ 1.5.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.7.1/ 1.7.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.11.1/ 1.11.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%201.11.2/ 1.11.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.41.3/ 4.41.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.105.2/ 6.105.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.27.4/ 7.27.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.40.1/ 8.40.1]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:29, 21 November 2024
English (LSJ)
ἡ, robbery, piracy, Th.1.5, Pl.Lg.823e, etc.; ἀπὸ λῃστείας βίον ἔχειν, ζῆν, X.An.7.7.9, Arist.Pol.1256a36: in plural, πόλιν… κατὰ γῆν λῃστείαις πορθουμένην Th.8.40.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
brigandage, piraterie.
Étymologie: λῃστεύω.
German (Pape)
ἡ, das Rauben, Gewerbe eines Räubers, ἐτράποντο πρὸς λῃστείαν, Thuc. 1.5; Plat. Legg. VII.823e; ἀπὸ λῃστείας ζῆν, Arist. Pol. 1.5, wie βίον ἔχειν, Xen. An. 7.7.9; Sp.
Russian (Dvoretsky)
λῃστεία: ἡ тж. pl. разбой, грабеж Thuc. etc.: ἀπὸ λῃστείας ζῆν или βίον ἔχειν Xen., Arst. жить разбоем.
Greek (Liddell-Scott)
λῃστεία: ἡ, (λῃστεύω) λῃστοῦ βίος, λῃστεία, πειρατεία, Λατ. latrocinium, Θουκ. 1. 5· ἀπὸ λῃστείας βίον ἔχειν, ζῆν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 9, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 7· ἐν τῷ πληθ., πόλιν... κατὰ γῆν λῃστείαις πορθουμένην Θουκ. 8. 40.
Greek Monolingual
η (AM ληστεία) ληστεύω
η αφαίρεση και οικειοποίηση ξένων χρημάτων ή κινητών πραγμάτων με την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας (α. «κατά τη ληστεία της τράπεζας τραυματίστηκε ο ένας ταμίας» β. «λῃστείας τε ἵμερος ἐπελθὼν ὑμῖν θηρευτὰς ὠμοὺς καὶ ἀνοήτους ἀποτελοῖ», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. η άσκηση του έργου τών ληστών, ο ληστρικός βίος («η δίωξη της ληστείας»)
2. αθέμιτη κερδοσκοπία, υπερβολική αισχροκέρδεια, αισχροκερδής άσκηση επαγγέλματος.
Greek Monotonic
λῃστεία: ἡ, ζωή του ληστή, ληστεία, πειρατεία, Λατ. latrocinium, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
λῃστεία, ἡ,
a robber's life, robbery, piracy, buccaneering, Lat. latrocinium, Thuc., Xen. [from λῃστεύω
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
latrocinium, robbery, brigandage, 1.5.1, 1.5.3. 1.7.1. 1.11.1. 1.11.2. 4.41.3, 6.105.2. 7.27.4, 8.40.1.