Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νιτρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz

Menander, Monostichoi, 271
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nitrodis
|Transliteration C=nitrodis
|Beta Code=nitrw/dhs
|Beta Code=nitrw/dhs
|Definition=ες (Att. λιτρώδης <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>65e</span>), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like]] νίτρον, δύναμις <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>936a2</span>; [[impregnated with]] ν., τὰ ν. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.5.1</span>, <span class="bibl"><span class="title">Od.</span>65</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[alkaline]], of mineral springs, Gal.11.387. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[epithet]] of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι <span class="title">IG</span>14.892.</span>
|Definition=νιτρῶδες (Att. [[λιτρώδης]] Pl.''Ti.''65e),<br><span class="bld">A</span> [[like]] νίτρον, δύναμις Arist.''Pr.''936a2; [[impregnated with]] ν., τὰ ν. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.5.1, ''Od.''65.<br><span class="bld">2</span> [[alkaline]], of mineral springs, Gal.11.387.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι ''IG''14.892.
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>dem [[Natron]] [[ähnlich]], voll [[Natron]]</i>; [[ὕδωρ]], Paul.Sil. 74.113; Arist. <i>Probl</i>. 23.40.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[νιτρώδης]], -ῶδες) [[νίτρον]]<br />αυτός που περιέχει [[νίτρο]] ή νιτρικό οξύ σε [[αφθονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών αλάτων και τών εστέρων του νιτρώδους οξέος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «νιτρώδεις ατμοί»<br /><b>χημ.</b> [[αέριο]] [[μίγμα]] που αποτελείται από οξείδια του αζώτου και σχηματίζεται [[κατά]] τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, [[κατά]] την [[παρασκευή]] τών χρωμάτων ανιλίνης, και [[είναι]] πολύ δηλητηριώδες<br />β) «νιτρώδες οξύ» — [[ασταθής]] ανόργανη χημική [[ένωση]] που παράγεται [[κατά]] τη διαλυτοποίηση του τριοξειδίου του αζώτου σε [[νερό]].
|mltxt=-ες (Α [[νιτρώδης]], -ῶδες) [[νίτρον]]<br />αυτός που περιέχει [[νίτρο]] ή νιτρικό οξύ σε [[αφθονία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών αλάτων και τών εστέρων του νιτρώδους οξέος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «νιτρώδεις ατμοί»<br /><b>χημ.</b> [[αέριο]] [[μίγμα]] που αποτελείται από οξείδια του αζώτου και σχηματίζεται [[κατά]] τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, [[κατά]] την [[παρασκευή]] τών χρωμάτων ανιλίνης, και [[είναι]] πολύ δηλητηριώδες<br />β) «νιτρώδες οξύ» — [[ασταθής]] ανόργανη χημική [[ένωση]] που παράγεται [[κατά]] τη διαλυτοποίηση του τριοξειδίου του αζώτου σε [[νερό]].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>dem [[Natron]] [[ähnlich]], voll [[Natron]]</i>; [[ὕδωρ]], Paul.Sil. 74.113; Arist. <i>Probl</i>. 23.40.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νιτρώδης Medium diacritics: νιτρώδης Low diacritics: νιτρώδης Capitals: ΝΙΤΡΩΔΗΣ
Transliteration A: nitrṓdēs Transliteration B: nitrōdēs Transliteration C: nitrodis Beta Code: nitrw/dhs

English (LSJ)

νιτρῶδες (Att. λιτρώδης Pl.Ti.65e),
A like νίτρον, δύναμις Arist.Pr.936a2; impregnated with ν., τὰ ν. Thphr. CP 2.5.1, Od.65.
2 alkaline, of mineral springs, Gal.11.387.
II epithet of Nymphs, Νύμφαις νιτρώδεσι IG14.892.

German (Pape)

ες, dem Natron ähnlich, voll Natron; ὕδωρ, Paul.Sil. 74.113; Arist. Probl. 23.40.

Russian (Dvoretsky)

νιτρώδης: похожий на щелочь, тж. содержащий щелочь, щелочной (ὕδωρ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νιτρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς νίτρον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 40, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 5, 1.

Greek Monolingual

-ες (Α νιτρώδης, -ῶδες) νίτρον
αυτός που περιέχει νίτρο ή νιτρικό οξύ σε αφθονία
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων του νιτρώδους οξέος
2. φρ. α) «νιτρώδεις ατμοί»
χημ. αέριο μίγμα που αποτελείται από οξείδια του αζώτου και σχηματίζεται κατά τη διαλυτοποίηση μετάλλων σε νιτρικό οξύ, κατά την παρασκευή τών χρωμάτων ανιλίνης, και είναι πολύ δηλητηριώδες
β) «νιτρώδες οξύ» — ασταθής ανόργανη χημική ένωση που παράγεται κατά τη διαλυτοποίηση του τριοξειδίου του αζώτου σε νερό.