τροπολογία: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tropologia | |Transliteration C=tropologia | ||
|Beta Code=tropologi/a | |Beta Code=tropologi/a | ||
|Definition=ἡ, = [[moralis intelligentia]], | |Definition=ἡ, = [[moralis intelligentia]], ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[tropische]], figürliche Rede</i>, Suid. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[τροπολογῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τροποποίηση]] της λεκτικής διατύπωσης ή τών λεπτομερειών ενός θέματος<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> σύντομο [[κείμενο]] που εισάγεται σε ένα [[σχέδιο]] νόμου, απόφασης, ψηφίσματος ή συνθήκης και με το οποίο διευκρινίζονται, συμπληρώνονται ή τροποποιούνται προηγούμενες διατάξεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αλληγορική, μεταφορική [[έκφραση]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[τροπολογῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τροποποίηση]] της λεκτικής διατύπωσης ή τών λεπτομερειών ενός θέματος<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> σύντομο [[κείμενο]] που εισάγεται σε ένα [[σχέδιο]] νόμου, απόφασης, ψηφίσματος ή συνθήκης και με το οποίο διευκρινίζονται, συμπληρώνονται ή τροποποιούνται προηγούμενες διατάξεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αλληγορική, μεταφορική [[έκφραση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = moralis intelligentia, Glossaria.
German (Pape)
ἡ, tropische, figürliche Rede, Suid.
Russian (Dvoretsky)
τροπολογία: ἡ рит. изобилующая тропами речь.
Greek (Liddell-Scott)
τροπολογία: ἡ, ἡ διὰ τροπικῶν λέξεων ἔκφρασις, ἀλληγορία, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 540, Φωτ. Βιβλιοθ. 161. 26.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τροπολογῶ
νεοελλ.
1. τροποποίηση της λεκτικής διατύπωσης ή τών λεπτομερειών ενός θέματος
2. (νομ.) σύντομο κείμενο που εισάγεται σε ένα σχέδιο νόμου, απόφασης, ψηφίσματος ή συνθήκης και με το οποίο διευκρινίζονται, συμπληρώνονται ή τροποποιούνται προηγούμενες διατάξεις
μσν.-αρχ.
αλληγορική, μεταφορική έκφραση.