ἐκφαντικός: Difference between revisions
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
m (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekfantikos | |Transliteration C=ekfantikos | ||
|Beta Code=e)kfantiko/s | |Beta Code=e)kfantiko/s | ||
|Definition=ή, όν,= [[ἐκφαντορικός]], Procl. | |Definition=ή, όν,= [[ἐκφαντορικός]], Procl.''in Alc.Praef''. ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ή, όν, <i>[[deutlich]] [[machend]], [[offenbarend]]</i>, Iambl.<br><b class="num">• Adv.</b>, Plut. <i>consol. ad | |ptext=ή, όν, <i>[[deutlich]] [[machend]], [[offenbarend]]</i>, Iambl.<br><b class="num">• Adv.</b>, Plut. <i>consol. ad Apoll</i>. p. 322. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:15, 25 May 2023
English (LSJ)
ή, όν,= ἐκφαντορικός, Procl.in Alc.Praef. (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 de la divinidad revelador, iluminador c. gen. θεῷ τῷ τῆς ὅλης ἀληθείας ἐκφαντικῷ Procl.in Alc.proem.5
•crist. Λόγος τῶν τοῦ Πατρὸς θελημάτων ἐ. Cyr.Al.M.74.504C
•del discurso elucidador, clarificador δι' ... ἐκφαντικωτέρων λέξεων διασαφῆσαι Dion.Ar.DN 4.11
•neutr. plu. sup. como adv. ἐκφαντικώτατα δέ μοι δοκεῖ ... εἰπεῖν de un pasaje bíblico, Cyr.Al.M.73.972C.
2 adv. -ῶς como una manifestación divina ἐ. ἕκαστα καταλαμβάνειν de fenómenos luminosos en el Sinaí, Aristobul.Alex.1.17 (p.221), de la generación del Hijo en la Trinidad, ἐ., ὡς ἐν ἐκλάμψει θεοπρεπεῖ Cyr.Al.M.73.180C.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἐκφαίνων, δηλωτικός, Ἰαμβλ. Προτρ. 322 Kiessl. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 104C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐκφαντικός, -ή, -όν)
Ι. εκφαντορικός, αυτός που έχει την ιδιότητα ή ικανότητα να φανερώνει, να αποκαλύπτει, εκδηλωτικός, αποκαλυπτικός
«δόγμα ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» (Ιάμβλ.)
δόγμα που φανερώνει, που αποκαλύπτει την υπεροχή τών θεών
II. επίρρ. εκφαντικώς
με τρόπο αποκαλυπτικό.
German (Pape)
ή, όν, deutlich machend, offenbarend, Iambl.
• Adv., Plut. consol. ad Apoll. p. 322.