πολυδευκής: Difference between revisions
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polydeykis | |Transliteration C=polydeykis | ||
|Beta Code=poludeukh/s | |Beta Code=poludeukh/s | ||
|Definition= | |Definition=πολυδευκές,<br><span class="bld">1</span> [[varia lectio|v.l.]] for [[πολυηχής]] in Od.19.521 ap.Ael.''NA''5.38 (τὴν ποικίλως μεμιμημένην) and [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (πολλοῖς ἐοικυῖαν, cf. [[δευκές]]).<br><span class="bld">2</span> = [[ποικίλος]], [[μορφή]] prob. for [[πολυδερκής]] in Nic.''Th.''209.<br><span class="bld">3</span> ([[δεῦκος]]) [[very sweet]], [[ἑλίχρυσος]] ib.625 (cf. Sch. ad loc.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:10, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυδευκές,
1 v.l. for πολυηχής in Od.19.521 ap.Ael.NA5.38 (τὴν ποικίλως μεμιμημένην) and Hsch. (πολλοῖς ἐοικυῖαν, cf. δευκές).
2 = ποικίλος, μορφή prob. for πολυδερκής in Nic.Th.209.
3 (δεῦκος) very sweet, ἑλίχρυσος ib.625 (cf. Sch. ad loc.).
German (Pape)
[Seite 661] ές, v. l. Od. 19, 521 für πολυηχής, wie Ael. H. A. 5, 38 bemerkt; es soll nach einigen Erklärern von δεῦκος = γλεῦκος herkommen und »sehr süß« bedeuten; nach Andern von einem ungebräuchlichen δευκής, das die Gramm. bald durch ἐοικώς, ὅμοιος, bald durch λαμπρός erkl. Vgl. Nic. Ther. 209. 625.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδευκής: -ές, λέξις εἰς ἣν παρατηρητέα τὰ αὐτὰ ὅσα καὶ εἰς τὸ ἀδευκής. Κατὰ πρῶτον ἀπαντᾷ ὡς κύρ. ὄνομα (μετὰ μεταβολῆς τοῦ τόνου) Πολυδεύκης, εος, ὁ, πιθανῶς, = ὁ πολλὴν δόξαν ἔχων, Πολύδεύκης, εἷς τῶν Διοσκόρων, υἱὸς τῆς Λήδας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Κάστορος, φημιζόμενος ἐν τοῖς ἀρχαίοις μύθοις ὡς πὺξ ἀγαθός, Ἰλ. Γ. 237, Ὀδ. Α. 300· ― ὡς ἐπίθ. πολυδευκέα φωνήν, εἶναι διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πολυηχέα ἐν Ὀδ. Τ. 521, ― τὴν γραφὴν πολυδευκέα μνημονεύει ὁ Αἰλ. π. Ζ. 5. 38, ὅστις λέγει: «ἤδη μέντοι τινὲς καὶ πολυδευκέα φωνὴν γράφουσι τὴν ποικίλως μεμιμημένην»· ὁ δὲ Ἡσύχ. τὸ πολυδευκέα φωνὴν ἑρμηνεύει «πολλοῖς ἐοικυῖαν»· ἡ λέξις ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἐν Νικ. Θηρ. 209 (πολυδευκέα μορφήν μετὰ διαφ. γραφ. πολυδερκέα), καὶ 625 (ἑλιχρύσου π.), ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: τοῦ γλυκέος· ἰδὲ ἐν λ. ἀδευκής.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. (πιθ. αντί πολυδερκής) ποικίλος («πολυδευκὴς μορφή», Νίκ.)
2. πολύ γλυκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δευκής (βλ. λ. αδευκής)].