δορίγαμβρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
(4)
 
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dorigamvros
|Transliteration C=dorigamvros
|Beta Code=dori/gambros
|Beta Code=dori/gambros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bride of battles</b>, i.e. <b class="b2">causing war by marriage</b>, or <b class="b2">wooed by battle</b>, of Helen, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>686</span> (lyr.).</span>
|Definition=δορίγαμβρον, [[bride of battles]], i.e. [[causing war by marriage]], or [[wooed by battle]], of Helen, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''686 (lyr.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[casada entre lanzas]], es decir, [[cuya boda provoca guerras]] Ἑλένα A.<i>A</i>.687.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0658.png Seite 658]] heißt Helena, Aesch. Ag 672, durch ihre Vermählung Krieg erregend.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[que son époux réclame la lance à la main]].<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[γαμβρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''δορίγαμβρος:''' обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну ([[Ἑλένη]] Aesch.).
}}
{{ls
|lstext='''δορίγαμβρος''': [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη [[αἰτία]] πολέμου [[ἕνεκα]] τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686.
}}
{{grml
|mltxt=[[δορίγαμβρος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «τὰν δορίγαμβρον... Ἐλέναν» — την Ελένη που με τον γάμο της ξεσήκωσε πόλεμο ή «...που πολέμησαν [[ποιός]] θα τήν πάρει» (Αισχ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δορίγαμβρος:''' [ῐ], -ον, η [[νύφη]] των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με [[μάχη]], λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δορί]]-˘γαμβρος, ον <i>adj</i><br />[[bride]] of battles, i. e. causing war by [[marriage]], or wooed by [[battle]], of Helen, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐγαμβρος Medium diacritics: δορίγαμβρος Low diacritics: δορίγαμβρος Capitals: ΔΟΡΙΓΑΜΒΡΟΣ
Transliteration A: dorígambros Transliteration B: dorigambros Transliteration C: dorigamvros Beta Code: dori/gambros

English (LSJ)

δορίγαμβρον, bride of battles, i.e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, A.Ag.686 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
casada entre lanzas, es decir, cuya boda provoca guerras Ἑλένα A.A.687.

German (Pape)

[Seite 658] heißt Helena, Aesch. Ag 672, durch ihre Vermählung Krieg erregend.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que son époux réclame la lance à la main.
Étymologie: δόρυ, γαμβρός.

Russian (Dvoretsky)

δορίγαμβρος: обрученная копьем, т. е. вызвавшая своим браком войну (Ἑλένη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, περὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γενομένη αἰτία πολέμου ἕνεκα τοῦ γάμου ἢ ἠ διὰ μάχης κτηθεῖσα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 686.

Greek Monolingual

δορίγαμβρος, -ον (Α)
φρ. «τὰν δορίγαμβρον... Ἐλέναν» — την Ελένη που με τον γάμο της ξεσήκωσε πόλεμο ή «...που πολέμησαν ποιός θα τήν πάρει» (Αισχ).

Greek Monotonic

δορίγαμβρος: [ῐ], -ον, η νύφη των μαχών, δηλ. αυτή που προκαλεί πόλεμο με το γάμο της ή η αποκτημένη με μάχη, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δορί-˘γαμβρος, ον adj
bride of battles, i. e. causing war by marriage, or wooed by battle, of Helen, Aesch.