χρονικός: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chronikos
|Transliteration C=chronikos
|Beta Code=xroniko/s
|Beta Code=xroniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of time]] or [[concerning time]], [[temporal]], opp. [[τοπικός]], <span class="bibl">Plot.3.7.9</span>; <b class="b3">χρονικὴ ποίησις</b> = [[creation]] [[in time]], <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>4.146b</span>. Adv. [[χρονικῶς]] ib.<span class="bibl">145d</span>, <span class="bibl">Prisc.Lyd.36.2</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span> 404</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[chronological]], κανόνες <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>27</span>: <b class="b3">τὰ χρονικὰ</b> (sc. [[βιβλία]]) [[annals]] or [[chronology]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Them.</span>27</span>; <b class="b3">αἱ χρονικαί</b> (sc. [[γραφαί]]) <span class="bibl">D.H. 1.8</span>; χ. σύνταξις <span class="bibl">D.S.13.103</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Gramm., <b class="b3">χρονικὰ ἐπιρρήματα</b> = [[adverb]]s [[of time]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>15.24</span>, cf. Sch.Il.<span class="title">Oxy.</span>221i5; [[temporal]], i.e. quantitative, [[παράγγελμα]] <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>58.22</span>; of the [[temporal]] [[augment]], χ. αὐξήσεις <span class="bibl">Eust.72.45</span>. Adv. [[χρονικῶς]] = [[in respect of time]], [[διαφέρειν]] <span class="bibl">A.D. <span class="title">Synt.</span>209.23</span>.</span>
|Definition=χρονική, χρονικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of time]] or [[concerning time]], [[temporal]], opp. [[τοπικός]], Plot.3.7.9; <b class="b3">χρονικὴ ποίησις</b> = [[creation]] [[in time]], Jul.''Or.''4.146b. Adv. [[χρονικῶς]] ib.145d, Prisc.Lyd.36.2, Dam.''Pr.'' 404.<br><span class="bld">II</span> [[chronological]], κανόνες Plu.''Sol.''27: <b class="b3">τὰ χρονικὰ</b> (''[[sc.]]'' [[βιβλία]]) [[annals]] or [[chronology]], Id.''Them.''27; <b class="b3">αἱ χρονικαί</b> (''[[sc.]]'' [[γραφαί]]) D.H. 1.8; χ. σύνταξις [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.103.<br><span class="bld">III</span> Gramm., <b class="b3">χρονικὰ ἐπιρρήματα</b> = [[adverb]]s [[of time]], A.D.''Pron.''15.24, cf. Sch.Il.''Oxy.''221i5; [[temporal]], i.e. quantitative, [[παράγγελμα]] A.D.''Pron.''58.22; of the [[temporal]] [[augment]], χ. αὐξήσεις Eust.72.45. Adv. [[χρονικῶς]] = [[in respect of time]], [[διαφέρειν]] A.D. ''Synt.''209.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1377.png Seite 1377]] von der Zeit, zur Zeit gehörig, die Zeit betreffend; κανόνες Plut. Sol. 27; dah. τὰ χρονικά, sc. βιβλία, Zeit- oder Geschichtsbücher, Them. 27 u. A. – Adv. χρονικῶς, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1377.png Seite 1377]] von der Zeit, zur Zeit gehörig, die Zeit betreffend; κανόνες Plut. Sol. 27; dah. τὰ χρονικά, ''[[sc.]]'' βιβλία, Zeit- oder Geschichtsbücher, Them. 27 u. A. – Adv. χρονικῶς, Sp.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le temps <i>ou</i> une période de temps ; τὰ χρονικά (βίβλια) PLUT, [[αἱ]] χρονικαί (γραφαί) LUC les chroniques, les annales.<br />'''Étymologie:''' [[χρόνος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le temps <i>ou</i> une période de temps ; τὰ χρονικά (βίβλια) PLUT, αἱ χρονικαί (γραφαί) LUC les chroniques, les annales.<br />'''Étymologie:''' [[χρόνος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χρονικός]], ή, όν [[χρόνος]]<br />of or [[concerning]] [[time]], κανόνες Plut.:— τὰ χρονικά (sc. βιβλίἀ [[chronology]], Plut.
|mdlsjtxt=[[χρονικός]], ή, όν [[χρόνος]]<br />of or [[concerning]] [[time]], κανόνες Plut.:— τὰ χρονικά (''[[sc.]]'' βιβλίἀ [[chronology]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρονικός Medium diacritics: χρονικός Low diacritics: χρονικός Capitals: ΧΡΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: chronikós Transliteration B: chronikos Transliteration C: chronikos Beta Code: xroniko/s

English (LSJ)

χρονική, χρονικόν,
A of time or concerning time, temporal, opp. τοπικός, Plot.3.7.9; χρονικὴ ποίησις = creation in time, Jul.Or.4.146b. Adv. χρονικῶς ib.145d, Prisc.Lyd.36.2, Dam.Pr. 404.
II chronological, κανόνες Plu.Sol.27: τὰ χρονικὰ (sc. βιβλία) annals or chronology, Id.Them.27; αἱ χρονικαί (sc. γραφαί) D.H. 1.8; χ. σύνταξις D.S.13.103.
III Gramm., χρονικὰ ἐπιρρήματα = adverbs of time, A.D.Pron.15.24, cf. Sch.Il.Oxy.221i5; temporal, i.e. quantitative, παράγγελμα A.D.Pron.58.22; of the temporal augment, χ. αὐξήσεις Eust.72.45. Adv. χρονικῶς = in respect of time, διαφέρειν A.D. Synt.209.23.

German (Pape)

[Seite 1377] von der Zeit, zur Zeit gehörig, die Zeit betreffend; κανόνες Plut. Sol. 27; dah. τὰ χρονικά, sc. βιβλία, Zeit- oder Geschichtsbücher, Them. 27 u. A. – Adv. χρονικῶς, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le temps ou une période de temps ; τὰ χρονικά (βίβλια) PLUT, αἱ χρονικαί (γραφαί) LUC les chroniques, les annales.
Étymologie: χρόνος.

Russian (Dvoretsky)

χρονικός:
1 касающийся летосчисления, хронологический (κανόνες Plut.);
2 грам. временной.

Greek (Liddell-Scott)

χρονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τὸν χρόνον, κανόνες Πλουτ. Σόλ. 27· - τὰ χρονικὰ (ἐξυπακ. βιβλία), ὡς καὶ νῦν, χρονικὰ ἢ (μᾶλλον) χρονολογία, ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 27· οὕτως, αἱ χρονικαὶ (ἐξυπακ. γραφαὶ) Διονύσ. Ἀλ. 1. 8. 2) παρὰ τοῖς γραμμ. ἐπὶ χρονικῆς αὐξήσεως, Εὐστ. 72. 48. - Ἐπιρρ. -κῶς, Α. Β, 1016.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χρονικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χρόνος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο (α. «χρονική στιγμή» β. «χρονικό διάστημα» γ. «χρονική υστέρηση» δ. «οὔ μοι δοκῶ προήσεσθαι χρονικοῖς τισι λεγομένοις κανόσιν», Πλούτ.)
2. γραμμ. δηλωτικός χρόνου (α. «χρονικές προτάσεις» β. «χρονικοί σύνδεσμοι» γ. «χρονικοί προσδιορισμοί»
δ) «χρονικὴν αὔξησιν», Ευστ.
ε. «χρονικά επιρρήματα», Απόλλ. Δύσκ.)
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. βλ. χρονικό
αρχ.
(το ουδ. και θηλ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χρονικά και αἱ χρονικαί
(ενν. γραφαί) τα ιστορικά βιβλία.
επίρρ...
χρονικώς / χρονικῶς, ΝΜΑ, και χρονικά Ν
σε σχέση με τον χρόνο, από χρονική άποψη.

Greek Monotonic

χρονικός: -ή, -όν (χρόνος), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρόνο, κανόνες, σε Πλούτ.· τὰ χρονικά (ενν. βιβλία), χρονολογία, στον ίδ.

Middle Liddell

χρονικός, ή, όν χρόνος
of or concerning time, κανόνες Plut.:— τὰ χρονικά (sc. βιβλίἀ chronology, Plut.