παραμυθητικός: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paramythitikos
|Transliteration C=paramythitikos
|Beta Code=paramuqhtiko/s
|Beta Code=paramuqhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[consolatory]], -μυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1171b2</span>; [[able to assuage]] (sc. <b class="b3">τῶν ἑαυτοῦ παθῶν</b>), Chrysipp. ap. <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.70</span>; <b class="b3">π. λόγος</b> a letter [[of consolation]], such as Plu. wrote to Apollonius, 2.101e sq.; π. ὑπόληψις <span class="bibl">D.Chr.12.40</span>; <b class="b3">τὸ -κόν</b> [[consolation]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Rh.</span>6.4</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.225.41</span>, Sch.<span class="bibl">A.R.2.622</span>.</span>
|Definition=παραμυθητική, παραμυθητικόν, [[consolatory]], παραμυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1171b2; [[able to assuage]] (''[[sc.]] '' <b class="b3">τῶν ἑαυτοῦ παθῶν</b>), Chrysipp. ap. S.E.''P.''1.70; <b class="b3">παραμυθητικὸς λόγος</b> a [[letter]] [[of consolation]], such as Plu. wrote to [[Apollonius]], 2.101e sq.; παραμυθητικὴ [[ὑπόληψις]] D.Chr.12.40; [[τὸ παραμυθητικόν]] = [[consolation]], D.H.''Rh.''6.4. Adv. [[παραμυθητικῶς]] Eust.225.41, Sch.A.R.2.622.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à consoler, consolant.<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />[[propre à consoler]], [[consolant]].<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παραμυθητικός --όν [παραμυθέομαι] [[bemoediging gevend]].
|elnltext=παραμυθητικός -ή -όν [παραμυθέομαι] [[bemoediging gevend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμῡθητικός Medium diacritics: παραμυθητικός Low diacritics: παραμυθητικός Capitals: ΠΑΡΑΜΥΘΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paramythētikós Transliteration B: paramythētikos Transliteration C: paramythitikos Beta Code: paramuqhtiko/s

English (LSJ)

παραμυθητική, παραμυθητικόν, consolatory, παραμυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ Arist.EN1171b2; able to assuage (sc. τῶν ἑαυτοῦ παθῶν), Chrysipp. ap. S.E.P.1.70; παραμυθητικὸς λόγος a letter of consolation, such as Plu. wrote to Apollonius, 2.101e sq.; παραμυθητικὴ ὑπόληψις D.Chr.12.40; τὸ παραμυθητικόν = consolation, D.H.Rh.6.4. Adv. παραμυθητικῶς Eust.225.41, Sch.A.R.2.622.

German (Pape)

[Seite 490] ή, όν, ermunternd, tröstend; λόγος, Trostrede, Plut. u. Sp.; Arist. sagt auch eth. 9, 11, 3 παραμυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ. – Adv., Sp., wie Schol. Ap. Rh. 2, 624.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à consoler, consolant.
Étymologie: παραμυθέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραμυθητικός -ή -όν [παραμυθέομαι] bemoediging gevend.

Russian (Dvoretsky)

παραμῡθητικός: утешающий, ободряющий (λόγος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 3· ἱκανὸς ὅπως ἀνακουφίσῃ τι, ἀνακουφιστικὸς (ἐξυπακουομ. τοῦ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν) Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 70· π. λόγος, ἐπιστολὴ παραμυθητική, ὁποίαν ὁ Πλούταρχος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον, 2. 101F, κἑξ.· οὕτω, τὸ -κόν, παραμυθία, παρηγορία, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 6. 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 225. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παραμυθητικός, -ή, -όν, ΝΑ παραμυθητής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμυθία, στην παρηγοριά, που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, ιδίως τον ψυχικό, ο παρηγορητικός
2. αυτός που αποβλέπει στην παραμυθία, στην παρηγοριά («παραμυθητικά λόγια»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμυθητικόν
παραμυθία, παρηγοριά
2. φρ. «Παραμυθητικός λόγος» — χαρακτηρισμός παρηγορητικής επιστολής του Πλουτάρχου προς τον Απολλώνιο.
επίρρ...
παραμυθητικῶς ΜΑ
με παραμυθητικό τρόπο.

Greek Monotonic

παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

παραμῡθητικός, ή, όν [from παραμῡθέομαι]
consolatory, Arist.