πλειστόμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pleistomvrotos
|Transliteration C=pleistomvrotos
|Beta Code=pleisto/mbrotos
|Beta Code=pleisto/mbrotos
|Definition=ον, [[crowded with people]], ἑορτά <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.69</span>.
|Definition=πλειστόμβροτον, [[crowded with people]], ἑορτά Pi.''O.''6.69.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fréquenté par beaucoup de mortels, très fréquenté.<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]], [[βροτός]].
|btext=ος, ον :<br />[[fréquenté par beaucoup de mortels]], [[très fréquenté]].<br />'''Étymologie:''' [[πλεῖστος]], [[βροτός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλειστόμβροτος -ον &#91;[[πλεῖστος]], [[βροτός]]] [[zeer druk bezocht]].
|elnltext=πλειστόμβροτος -ον &#91;[[πλεῖστος]], [[βροτός]]] [[zeer druk bezocht]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από [[πλήθος]] ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> <i>μβροτός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από [[πλήθος]] ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλεῖστος]] <span style="color: red;">+</span> <i>μβροτός</i> ([[πρβλ]]. [[τερψίμβροτος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειστόμβροτος Medium diacritics: πλειστόμβροτος Low diacritics: πλειστόμβροτος Capitals: ΠΛΕΙΣΤΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: pleistómbrotos Transliteration B: pleistombrotos Transliteration C: pleistomvrotos Beta Code: pleisto/mbrotos

English (LSJ)

πλειστόμβροτον, crowded with people, ἑορτά Pi.O.6.69.

German (Pape)

[Seite 628] menschenreich, volkreich, ἑορτή, Pind. Ol. 6, 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fréquenté par beaucoup de mortels, très fréquenté.
Étymologie: πλεῖστος, βροτός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειστόμβροτος -ον [πλεῖστος, βροτός] zeer druk bezocht.

Russian (Dvoretsky)

πλειστόμβροτος: многолюднейший (ἑορτή Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

πλειστόμβροτος: -ον, ὁ συχναζόμενος ἢ πανηγυριζόμενος ὑπὸ πλείστων ἀνθρώπων, ἑορτὴ Πινδ. Ο. 6. 116.

English (Slater)

πλειστόμβροτος, -ον crowded with people ἑορτὰν πλειστόμβροτον (O. 6.69)

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από πλήθος ανθρώπων («πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + μβροτός (πρβλ. τερψίμβροτος)].

Greek Monotonic

πλειστόμβροτος: -ον, υπερβολικά γεμάτος από ανθρώπους, σε Πίνδ.

Middle Liddell

πλειστόμ-βροτος, ον,
crowded with people, Pind.