ξιφιός: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
(a)
 
(27)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0280.png Seite 280]] ὁ, = [[ξιφίας]], Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0280.png Seite 280]] ὁ, = [[ξιφίας]], Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''ξῐφιός''': ἢ [[μᾶλλον]] ξίφιος, ὁ, = ξιφίας, Ἡσύχ., πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας [[ξιφιός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ξιφιός]] και [[ξίφιος]])<br />ο [[ξιφίας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού, γνωστού [[σήμερα]] με την [[κοινή]] [[ονομασία]] κοκκινόψαρο<br /><b>2.</b> [[είδος]] λίθου<br /><b>3.</b> το [[πτηνό]] [[κίρκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[ξιφίας]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 280] ὁ, = ξιφίας, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφιός: ἢ μᾶλλον ξίφιος, ὁ, = ξιφίας, Ἡσύχ., πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας ξιφιός.

Greek Monolingual

ο (Α ξιφιός και ξίφιος)
ο ξιφίας
αρχ.
1. είδος ψαριού, γνωστού σήμερα με την κοινή ονομασία κοκκινόψαρο
2. είδος λίθου
3. το πτηνό κίρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ξιφίας].