κύρτωμα: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyrtoma | |Transliteration C=kyrtoma | ||
|Beta Code=ku/rtwma | |Beta Code=ku/rtwma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[bulge]], <b class="b3">κ. τοῦ ὀστέου</b> its natural [[convexity]], Hp. ''Fract.''8; μεταφρένου Luc.''Ind.''7; τὸ κατὰ τὴν ῥάχιν κ. [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.54: in plural, of the earth's [[convexity]], Cleom.1.2, 2.6.<br><span class="bld">2</span> [[rotundity]], ἀσκοῦ Hp. ''Art.''47; [[swelling]], Id.''Prog.''11 (pl.); of sham pregnancy, Id.''Prorrh.''2.26; [[outside of bowl]] of a cup, Ath.11.488d; [[convex front]] of half-moon formation, Plb.3.113.8, Onos.21.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[courbure]] ; convexité;<br /><b>2</b> [[bosse]].<br />'''Étymologie:''' [[κυρτόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κύρτωμα -ατος, τό [κυρτόω] kromming, zwelling, bolling. Hp. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[κύρτωμα]]) [[κυρτῶ</i>, -<i>όω]]<br />[[κυρτότητα]], το κυρτό [[μέρος]] [[κάθε]] σώματος ή φυσικού και τεχνητού σχηματισμού ή κατασκευάσματος, [[καμπούρα]] (α. «[[κύρτωμα]] του οστού» β. «[[κύρτωμα]] της αψίδας» γ. «γένη καμήλων... ἀνατετακότων τὸ κατὰ τὴν ῤάχιν [[κύρτωμα]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ενέργεια]] του [[κυρτώνω]], [[κύρτωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρογγυλότητα]] («[[κύρτωμα]] ἀσκοῦ», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> το εξογκωμένο [[μέρος]] ποτηριού («ἄλλα δὲ δύο [ποτήρια] κατὰ τὸ [[κύρτωμα]] [[μέσον]] ἐξ ἀμφοῑν τοῑν | |mltxt=το (Α [[κύρτωμα]]) [[κυρτῶ</i>, -<i>όω]]<br />[[κυρτότητα]], το κυρτό [[μέρος]] [[κάθε]] σώματος ή φυσικού και τεχνητού σχηματισμού ή κατασκευάσματος, [[καμπούρα]] (α. «[[κύρτωμα]] του οστού» β. «[[κύρτωμα]] της αψίδας» γ. «γένη καμήλων... ἀνατετακότων τὸ κατὰ τὴν ῤάχιν [[κύρτωμα]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ενέργεια]] του [[κυρτώνω]], [[κύρτωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρογγυλότητα]] («[[κύρτωμα]] ἀσκοῦ», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> το εξογκωμένο [[μέρος]] ποτηριού («ἄλλα δὲ δύο [ποτήρια] κατὰ τὸ [[κύρτωμα]] [[μέσον]] ἐξ ἀμφοῑν τοῑν μεροῖν μικρά», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> [[οίδημα]], [[πρήξιμο]]<br /><b>4.</b> ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογκάστρι<br /><b>5.</b> η [[παράταξη]] στρατού σε [[σχήμα]] ημισελήνου ή τόξου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:33, 27 March 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A bulge, κ. τοῦ ὀστέου its natural convexity, Hp. Fract.8; μεταφρένου Luc.Ind.7; τὸ κατὰ τὴν ῥάχιν κ. D.S.2.54: in plural, of the earth's convexity, Cleom.1.2, 2.6.
2 rotundity, ἀσκοῦ Hp. Art.47; swelling, Id.Prog.11 (pl.); of sham pregnancy, Id.Prorrh.2.26; outside of bowl of a cup, Ath.11.488d; convex front of half-moon formation, Plb.3.113.8, Onos.21.6.
German (Pape)
[Seite 1538] τό, das Gekrümmte, Gewölbte, die Krümmung, Wölbung, der Bogen; Hippocr. u. Folgde; μηνοειδές, von einer Schlachtordnung in halbmondförmigem Bogen, Pol. 3, 113, 8. 115, 7 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 courbure ; convexité;
2 bosse.
Étymologie: κυρτόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύρτωμα -ατος, τό [κυρτόω] kromming, zwelling, bolling. Hp.
Russian (Dvoretsky)
κύρτωμα: ατος τό
1 кривизна, горбатость (μεταφρένου Luc.; κατα τὴν ῥάχιν Diod.);
2 воен. полукруг, дугообразный строй (μηνοειδές Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
κύρτωμα: τό, κυρτότης, καμπή, τοῦ ὀστέου κ., ἡ φυσικὴ αὐτοῦ ἐξωτερικὴ κύρτωσις, Ἱππ. Ἀγμ. 758· μεταφρένου Λουκιαν. π. Ἀπαίδ. 7· τὸ κατὰ τὴν ῥάχιν κ. Διόδ. 2. 54. 2) τὸ σφαιροειδὲς ἢ στρογγύλον σχῆμα πλήρους κύστεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814· οἴδημα, πρήξιμον, ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40, κ. ἀλλ.· ἡ κοιλία ποτηρίου, Ἀθήν. 488C· ― ἐπὶ παρατάξεως στρατοῦ, μηνοειδὲς ποιῶν, τὸ κύρτωμα Πολύβ. 3. 113, 8, κτλ.
Greek Monolingual
το (Α κύρτωμα) [[κυρτῶ, -όω]]
κυρτότητα, το κυρτό μέρος κάθε σώματος ή φυσικού και τεχνητού σχηματισμού ή κατασκευάσματος, καμπούρα (α. «κύρτωμα του οστού» β. «κύρτωμα της αψίδας» γ. «γένη καμήλων... ἀνατετακότων τὸ κατὰ τὴν ῤάχιν κύρτωμα», Διόδ.)
νεοελλ.
η ενέργεια του κυρτώνω, κύρτωση
αρχ.
1. στρογγυλότητα («κύρτωμα ἀσκοῦ», Ιπποκρ.)
2. το εξογκωμένο μέρος ποτηριού («ἄλλα δὲ δύο [ποτήρια] κατὰ τὸ κύρτωμα μέσον ἐξ ἀμφοῑν τοῑν μεροῖν μικρά», Αθήν.)
3. οίδημα, πρήξιμο
4. ψευτοεγκυμοσύνη, ανεμογκάστρι
5. η παράταξη στρατού σε σχήμα ημισελήνου ή τόξου.