ἀνάρμενος: Difference between revisions
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anarmenos | |Transliteration C=anarmenos | ||
|Beta Code=a)na/rmenos | |Beta Code=a)na/rmenos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνάρμενον, [[unequipped]], AP11.29 (Autom.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non équipé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄρμενος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[non équipé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄρμενος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 09:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνάρμενον, unequipped, AP11.29 (Autom.).
Spanish (DGE)
-ον
no equipado, ἀνάρμενος ἂν παραβάλλῃ πλώειν AP 11.29 (Autom.).
German (Pape)
[Seite 205] nicht ausgerüstet, von einem Schiffe, Automed. 3 a (XI, 29).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non équipé.
Étymologie: ἀ, ἄρμενος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάρμενος: не оснащенный, лишенный снастей (sc. ναῦς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρμενος: -ον, (ἄρω) ὁ μὴ κατηρτισμένος, μὴ ἐξηρτυμένος, ἀπαράσκευος, «ἀνάρμενος ἂν παραβάλλῃ πλώειν, τὴν κώπην μηκέτ’ ἔχων ἐρέτου» Αὐτομέδων ἐν Ἀνθ. Π. 11. 29.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάρμενος, -ον)
(για ιστιοφόρα) αυτός που δεν έχει τα αναγκαία για ταξίδι εξαρτήματα, ο μη εξοπλισμένος
νεοελλ.
(για ιστιοφόρα) αυτός που λόγω νηνεμίας ή βλάβης δεν μπορεί να αποπλεύσει.
Greek Monotonic
ἀνάρμενος: -ον (ἀραρίσκω), μη εξοπλισμένος, απροετοίμαστος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἀραρίσκω
unequipped, Anth.